Η παρούσα διατριβή πραγματεύεται τρόπους προώθησης της Συμπεριληπτικής Εκπαίδευσης στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση στην Ελλάδα. Ειδικότερα προτείνει την εφαρμογή της Καθολικής Σχεδίασης για Μάθηση και της Ολικής Ποιότητας στην Εκπαίδευση ως ένα δομημένο πλαίσιο στο οποίο προάγεται η φιλοσοφία της συμπερίληψης και οι αρχές της. Η μέθοδος που ακολουθήθηκε για τη διεξαγωγή της έρευνας εντάσσεται στους κόλπους της ποιοτικής ερευνητικής μεθόδου και συγκεκριμένα της έρευνας – δράσης. Επιπρόσθετα, αξιοποιήθηκαν στοιχεία της θεμελιωμένης θεωρίας (grounded theory), στην οποία βασίστηκε η ανάλυση και επεξεργασία των δεδομένων, που έγινε μέσω της συνεχούς συγκριτικής μεθόδου (constant comparative method). Όσον αφορά στη μεθοδολογία, έγινε χρήση του photovoice, της παρατήρησης, της συνέντευξης καθώς και του αναστοχαστικού ημερολογίου. Για την επίτευξη της εμπιστευσιμότητας εφαρμόστηκε μία πληθώρα στρατηγικών, η οποία στόχευε στην αξία της αλήθειας, στη μεταφερσιμότητα, στην αληθοφάνεια και την επιβεβαιωσιμότητα. Η έρευνα διεξήχθη σε ένα ελληνικό δημόσιο δημοτικό σχολείο και συμμετέχοντές της ήταν μαθητές του σχολείου, οι γονείς τους, οι εκπαιδευτικοί των αντίστοιχων τάξεων και η διευθύντρια.Η έρευνα χωρίστηκε σε τρία στάδια, με το καθένα να προκύπτει λόγω αναγκαιότητας από το προηγούμενο. Έτσι, διαμορφώθηκε το στάδιο της αρχικής αξιολόγησης της υπάρχουσας κατάστασης στο σχολείο με στόχο τη διερεύνηση του βαθμού ανάπτυξης της συμπεριληπτικής εκπαίδευσης, το στάδιο της παρέμβασης με βάση τις αρχές των φιλοσοφιών της καθολικής σχεδίασης για μάθηση και της ολικής ποιότητας και αυτό της τελικής αξιολόγησης της παρέμβασης.Τα αποτελέσματα φανέρωσαν τη δυναμική των δύο παραπάνω φιλοσοφιών για την προώθηση της συμπεριληπτικής εκπαίδευση. Η κάθε μία ξεχωριστά αλλά και σε συνδυασμό με την άλλη οδήγησαν στην εξάλειψη φαινομένων περιθωριοποίησης των μαθητών, στην αύξηση της συμμετοχής τους στο καθημερινό μάθημα και τις σχολικές δραστηριότητες, στην υπερπήδηση των εμποδίων και στην απόδοση ισότιμων ευκαιριών προς όλους. Θετικό αντίκτυπο είχε η παρέμβαση και προς τους γονείς οι οποίοι ήρθαν πιο κοντά στο σχολείο και είδαν τις ανάγκες τους να ικανοποιούνται, όπως και προς τους εκπαιδευτικούς, που ανέπτυξαν σχέσεις συνεργασίας και είδαν την αλλαγή τόσο στους μαθητές τους όσο και στο σύνολο του σχολείου.