How to avoid forest degradation or upgrade degraded forest ecosystems: a classic world forestry problem.

Author(s):  
E. F. Bruenig
2018 ◽  
Vol 38 (24) ◽  
Author(s):  
徐欢 XU Huan ◽  
李美丽 LI Meili ◽  
梁海斌 LIANG Haibin ◽  
李宗善 LI Zongshan ◽  
伍星 WU Xing

1999 ◽  
Vol 64 ◽  
Author(s):  
T. Zagas ◽  
T. Tsitsoni ◽  
P. Gkanatsas

Greek  Forestry relies basically on the principle of sustainability. Recently, this  term, eventhough    it is very old, has acquired a special interest as it redefines the  relation between man and    nature. Greek silviculturists adopted this principle many years ago, in the  form of providing    perpetually equal wood volumes, annually or periodically as well as other  social benefits.    Keep in mind, that the priorities and perspectives of silviculture as  discipline in Greece are the    following: The contribution to the protection of greek forests by applying  the most appropriate    silvicultural treatments as well as the rehabilitation of degraded forest  ecosystems (conversion    of coppices, cover of bare lands etc.), the maintenance of the existing  mixed forests and the    transformation of the pure conifer forests into mixed ones as well as the  improvement of structure of the high forests, the use of natural regeneration in the future in the same way it was    used so far, the prohibition of clear-cuttings in all forests and the use  of low impact management    methods, the application of selective harvesting and the keeping of  individual old trees until    their biological death, the protection of rare species and the creation of  a network of special    protected areas.


1996 ◽  
Vol 61 ◽  
Author(s):  
A. T.H. Hatzistathis ◽  
T. H. Zagas

Since  last century, silviculture in Greece has been based on the knowledge and  experience of the silviculturally developed countries, mainly those of  Central Europe. This knowledge was adapted to the Greek conditions with  satisfactory results. The Laboratory of Silviculture which belongs to the  Department of Forestry and Natural Environment pays attention to the existing  silvicultural problems of Greece and other countries and records them. With  proper evaluation of these problems in the framework of the present education  programme, our Laboratory tries to educate the students of the Department and  consult the Forest Engineers. Special attention is paid to the following  subjects:     - The multiple role of natural forest (with priority to their ecological  role).     - The rehabilitation of the degraded forest ecosystems (avoidance of the  danger of desertification).    - The landscape exology according to the contemporary needs.    - The protection of the forests and their regeneration mainly after  destruction.    - The systematic cultivation of forests and especially of plantations,  aiming mainly to safeguard their resistance against various dangers.


2014 ◽  
Author(s):  
Rahman Md Shoaibur

Το πείραμα διεξήχθη για να μελετηθεί η επίδραση της ξηρασίας στη μορφολογία των δενδρυλλίων, στην κατανομή της βιομάζας, στην αρχιτεκτονική των πλαγίων ριζών πρώτης τάξης και στην επιβίωση στο πεδίο στα πρώτα στάδια της μεταφύτευσης. Τέσσερα μεσογειακά είδη επιλέχθηκαν να μελετηθούν ως προς τα προαναφερθέντα στοιχεία: δύο είδη μεταφυτεύτηκαν ως γυμνόριζα με ριζοκοπή τα Cercis siliquastrum και Fraxinus ornus (3 ετών) και τα άλλα δύο είδη μεταφυτεύτηκαν ως βωλόφυτα, τα Spartium junceum και Cupressus sempervirens (2 ετών). Η μελέτη διεξήχθη στο Arboretum του Εργαστηρίου Δασοκομίας του ΑΠΘ, κοντά στο χωριό Περιστερά το οποίο ανήκει στο Δήμο Βασιλικών Θεσσαλονίκης (γεωγραφικό μήκος 23º04'58"Ε και γεωγραφικό πλάτος 40º30'27"Β), κατά τη διάρκεια της περιόδου 2011-2012. Το κλίμα της περιοχής μελέτης είναι χαρακτηριστικό των μεσογειακών περιοχών με ζεστό και ξηρό καλοκαίρι και δροσερό χειμώνα. Τα δενδρύλλια μεταφέρθηκαν από το φυτώριο στο πεδίο το Νοέμβριο του 2011. Συνολικά 120 δενδρύλλια ανά είδος, ίδιας ηλικίας και παρομοίου μεγέθους μεταφυτεύτηκαν στο πεδίο. Μετά την εγκατάσταση, στα μισά δενδρύλλια εφαρμόστηκε ελεγχόμενη άρδευση, ενώ τα υπόλοιπα δεν έλαβαν καμία άλλη άρδευση εκτός από τις φυσικές βροχοπτώσεις (υδατικό στρές). Το πειραματικό σχέδιο ήταν πλήρως τοχαιοποιημένο. Η συλλογή δειγμάτων δενδρυλλίων πραγματοποιήθηκε σε τρείς περιόδους, με εκσκαφή μετά από 6, 8 και 10 μήνες από την στιγμή της μεταφύτευσης. Σε κάθε περίοδο, 12 δενδρύλλια συλλέχθηκαν τυχαία (4 δενδρύλλια × 3 επαναλήψεις) ανά χειρισμό και ανά είδος για την ανάλυση του ριζικού και βλαστικού συστήματος.Η έρευνα έδειξε ότι στα δενδρύλλια που εφαρμόστηκε το υδατικό στρες, η επιβίωση των γυμνόριζων των C. siliquastrum και F. ornus επηρεάστηκε σοβαρά από την ξηρασία εν συγκρίσει με τα βωλόφυτα δενδρύλλια (S. junceum και C. sempervirens). Οι χειρισμοί που έγιναν με έλλειψη άρδευσης απέδειξαν ότι το S. junceum είχε το υψηλότερο ποσοστό επιβίωσης (85%) ακολουθούμενο από το C. sempervirens (73,7%), C. siliquastrum (51,7%), ενώ το χαμηλότερο ποσοστό επιβίωσης είχε το F. ornus (45 %) μετά από 10 μήνες από την στιγμή της μεταφύτευσης. Στους χειρισμούς που έγιναν με ελεγχόμενη άρδευση (μάρτυρας), χαμηλότερο ποσοστό επιβίωσης καταγράφηκε πάλι στα δενδρύλλια του F. ornus (75% ), ενώ τα άλλα τρία είδη είχαν υψηλότερο ποσοστό επιβίωσης που κυμάνθηκε από 90 έως 93,3%. Για την επιβίωση και την αρχική εγκατάσταση των δενδρυλλίων που μελετήθηκαν σε συνθήκες πεδίου τα γυμνόριζα δενδρύλλια των C. siliquastrum και F. ornus παρουσίασαν μεγαλύτερη καταπόνηση στο υδατικό στρές μετά τη μεταφύτευση τους και μεγαλύτερα ποσοστά θνησιμότητας στο πεδίο, από τα βωλόφυτα δενδρύλλια των ειδών S. junceum και C. sempervirens. Αυτό οφείλεται στις καταπονήσεις των γυμνόριζων δενδρυλλίων κατά τη διάρκεια της εξαγωγής, μεταφοράς και φύτευσης τους, καθώς επίσης και στις ακραίες καιρικές συνθήκες, τις κακές εδαφικές συνθήκες και την ηλικία των δενδρυλλίων Η μορφολογία του βλαστού και της ρίζας, η κατανομή της βιομάζας και η αρχιτεκτονική της πρώτης τάξης των πλαγίων ριζών των γυμνόριζων δενδρυλλίων δεν επηρεάστηκαν από την ξηρασία, ενώ στην περίπτωση των βωλόφυτων δενδρυλλίων υπήρξε επίδραση 10 μήνες μετά την μεταφύτευση τους στο πεδίο. Τη μείωση από το αρχικό ύψος λόγω βλαστικού μαρασμού ακολούθησε η έκπτυξη νέων βλαστών, φύλλων ή η ανάπτυξη βελόνων στο κάτω μέρος των βλαστών. Αυτό μπορεί να αποτελεί προσαρμοστικό μηχανισμό για την ελαχιστοποίηση της υπερβολικής διαπνοής στα πρώτα στάδια εγκατάστασης των μεταφυτευμένων ειδών. Επιπλέον, η μεγαλύτερη αύξηση της διαμέτρου έναντι του ύψους των δενδρυλλίων όλων των ειδών, θα μπορούσε επίσης να είναι ένας μηχανισμός για την προσαρμογή κατά τις περιόδους ξηρασίας .Ο αριθμός των πλαγίων ριζών πρώτης τάξης αυξήθηκε από τον αρχικό αριθμό σε όλα τα γυμνόριζα και τα καλλιεργούμενα σε δοχεία δενδρύλλια μετά τη μεταφύτευση. Γενικά τα δενδρύλλια με ελεγχόμενη άρδευση (μάρτυρας) είχαν σημαντικά μεγαλύτερο αριθμό πλαγίων ριζών πρώτης τάξης από αυτά που δεν ποτίστηκαν καθόλου. Ο αριθμός των πλαγίων ριζών πρώτης τάξης συσχετίστηκε με την ανάπτυξη, δηλαδή μεγαλύτερος αριθμός πλαγίων ριζών πρώτης τάξης, καλύτερη ανάπτυξη και επιβίωση στο πεδίο.Το μέσο μήκος των πλαγίων ριζών πρώτης τάξης όλων των βωλόφυτων δενδρυλλίων των ειδών S. junceum και C. sempervirens βρέθηκε παρόμοιο στους δυο χειρισμούς λόγω του ανέπαφου ριζικού τους συστήματος, ενώ παρουσίασε σημαντική διακύμανση στα γυμνόριζα δενδρύλλια των C. siliquastrum και F. οrnus. Στο C. siliquastrum το μέσο μήκος των πλαγίων ριζών πρώτης τάξης διέφερε σημαντικά μετά από 8 μήνες, αλλά μετά από 10 μήνες, το μήκος των πλαγίων ριζών πρώτης τάξης αυξήθηκε 30,28% στα δενδρύλλια που δεν ποτίστηκαν καθόλου και 11,55 % στα δενδρύλλια που υπέστησαν ελεγχόμενη άρδευση, γεγονός που θα μπορούσε να ερμηνευτεί ως προσαρμοστικός μηχανισμός των καταπονημένων δενδρυλλίων για την εγκατάσταση τους σε συνθήκες ξηρασίας. Το μέσο μήκος των πλαγίων ριζών πρώτης τάξης του F. ornus δεν διέφερε αρχικά, αλλά διέφερε μετά από 10 μήνες μεταξύ των δύο υδατικών καταστάσεων. Παρατηρήσαμε ότι ο σχηματισμός των πλαγίων ριζών πρώτης τάξης που προήλθαν μετά τη ριζοκοπή της κεντρικής ρίζας του F. οrnus, ήταν πολύ αργός. Αυτό μπορεί να ερμηνευθεί από τα αποτελέσματα του ότι τα δενδρύλλια του F.οrnus που έχουν υποστεί ριζοκοπή, μπορεί να χρειαστούν περισσότερο χρόνο για να προσαρμοστούν σε ξηρές τοποθεσίες από τα δενδρύλλια του C. siliquastrum σε αντίστοιχες συνθήκες.Η μέση διάμετρος των πλαγίων ριζών πρώτης τάξης των γυμνόριζων και των βωλοφύτων δενδρυλλίων μειώθηκε από τους 8 μήνες στους 10 μήνες και στις δύο περιπτώσεις υδατικού καθεστώτος στις συνθήκες πεδίου. Η αύξηση του μήκους των πλαγίων ριζών πρώτης τάξης σε βάρος των διαμέτρων τους, ιδίως για τα δενδρύλλια που υπέστησαν υδατικό στρές μπορεί να είναι ένας από τους προσαρμοστικούς μηχανισμούς αυτών των δενδρυλλίων στις ξηρές περιοχές της Μεσογείου.Το σχετικό υδατικό περιεχόμενο (RWC) των φύλλων και βελονών βρέθηκε υψηλότερο στα δενδρύλλια με ελεγχόμενη άρδευση από ό, τι στα στρεσαρισμένα, σε όλα τα είδη. Η περιεκτικότητα σε υγρασία του εδάφους μεταβαλλόταν λόγω σποραδικών βροχοπτώσεων και διακυμάνσεων της θερμοκρασίας. Η περιεχόμενη υγρασία εδάφους ήταν 18,81 ± 0,44 % στις καλά ποτιζόμενες δοκιμαστικές επιφάνειες και 5,56 ± 0,08 % στις δοκιμαστικές επιφάνειες χωρίς άρδευση κατά τη διάρκεια διεξαγωγής του πειράματος. Προκειμένου να μειωθεί το ποσοστό θνησιμότητας και να έχουμε μια επιτυχημένη εγκατάσταση των γυμνόριζων δενδρυλλίων τα οποία έχουν υποστεί και ριζοκοπή, συνιστάται η άρδευση στο πρώτο έτος κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών μηνών.


2013 ◽  
Vol 33 (13) ◽  
pp. 3889-3897 ◽  
Author(s):  
缪宁 MIAO Ning ◽  
刘世荣 LIU Shirong ◽  
史作民 SHI Zuomin ◽  
马姜明 MA Jiangming ◽  
王晖 WANG Hui

2016 ◽  
Vol 11 (1) ◽  
pp. 16-21
Author(s):  
Глушко ◽  
Sergey Glushko

The evaluation of forest quality is associated with the identification of the characteristics of their dynamics. Dynamic of forest communities are associated with age-related changes of indigenous forests, reduction processes, as well as forest degradation. A variety of forest forming process refers to different directions of forests development, including sustainable forest restoration, stabilization and degradation. The forest degradation, leading to the destruction of biota, is able to apply to different levels of systemic organization of forests. To assess trends in forest forming process we proposed to use the main indicators of vital strategy of forest plants species.


2019 ◽  
Vol 3 (1) ◽  
Author(s):  
SADDAM HOSSEN ◽  
MOHAMMED KAMAL HOSSAIN ◽  
MOHAMMAD FAHIM UDDIN

Abstract. Hossen S, Hossain MK, Uddin MF. 2019. Restoration and rehabilitation potential of the remnant natural forests of Himchari National Park (HNP) in Cox’s Bazar, Bangladesh. Asian J For 3 : 25-30. The present study was conducted by taking 51 stratified random sample quadrats (20 m x 20 m), where, naturally occupied vegetation (dbh ≥ 5cm) was found in maximum (16 plot, 31%) number of plots. The highest number of regenerated seedlings was accounted for Grewia nervosa 12.37 % followed by Acacia auriculiformis 8.95%. For regeneration study, 5 m × 5 m subplots were taken at the centre of each of the 51 sample quadrats and thus a total of 51 regeneration subplots were studied. The maximum Importance Value Index (IVI) of regenerated seedlings was found for Grewia nervosa (26.43) followed by Acacia auriculiformis (20.27). Different biological diversity indices such as species diversity index, Shanon-Wiener’s diversity index, Shanon’s maximum diversity index, species evenness index, Margalef’s diversity index and Simpson’s diversity index were 0.054, 3.166, 3.714, 0.853, 6.03 and 0.057 respectively. Maximum natural regeneration was observed in the sample plots of Natural and plantation forest type rather than remnant natural forests or patches. Based on result, the following research outputs are also recommended: (i). Evaluation of forest harvesting impacts on the forest ecosystems, (ii). Development of rehabilitation methods on logged-over forests and degraded forest lands, (iii). Development of silvicultural techniques on plantation and degraded lands, (iv). Network on the restoration and rehabilitation of degraded forest ecosystems.


2020 ◽  
Author(s):  
Alejandro Atenas ◽  
Felipe Aburto ◽  
Rodrigo Hasbun ◽  
Carolina Merino

<p>Soil microorganism are an essential component of forest ecosystem. Microbes and plant release enzymes that catalyse reactions needed to decomposed soil organic matter and crucial to release nutrient in available forms. Therefore, soil enzymes are relevant indicators of microbial activity and nutrient cycling in forest ecosystems. Anthropic disturbances in natural forest, such as logging and exotic livestock, modify the structure and composition of forest thereby altering the structure and activities of soil microbial communities.</p><p>Here we determine the effect of these disturbances on the enzymatic activity (Dehydrogenase-DHA; Phosphatase Acid-AP; Ureasa-UA) and the microbial diversity using a forest degradation gradient of native temperate forest dominated by Nothofagus dombeyi, Nothofagus obliqua and Nothofagus alpina. In addition we quantify C:N:P nutrient reservoirs, stoichiometry and available pools. Preliminary results suggest a higher activity of the DHA enzyme in degraded forest dominated by N. obliqua. AP and UA showed no relationship with the phosphorus and total nitrogen reservoirs. Forest degradation modify microbial communities, C:N:P stoichiometry, total and available nutrient pools, where the biggest pool of total C and N was registered on low degraded condition and decrease as degradation condition increase from medium to high degraded forest (74.44%; 65.35%; 48.05% for total C and 3.71; 3.41; 3.24 for total N respectively). Inverse relation was registered for total P pool were the highest pool was registered on high degraded condition (14963ppm; 13092ppm and 11299ppm from high to low degraded condition). Degraded sites were dominated mainly by members of Gammaproteobacteria, Alfaproteobacteria, Acidobacteria and Bacteroidia. Chitinophagaceae and Burkholderiacea were not detected in degraded plots, which suggest that some of the specialised functions carried by this groups could be lost. With respect to fungi Ascomycota and Basidomicota Phylum dominated the soil profiles. A species of the genus Clonostachys (Bionectriaceae) was identified, an endophyte fungus that acts as a saprophyte, also known to be a parasite of other fungi and some nematodes.</p><p>This research contributes to a better understanding of the direct effects of anthropic disturbances on the biogeochemical functioning of temperate forests and their relationship to the activity and composition of microbial communities.</p><p>Acknowledgment: Proyecto Reforestación Enel – UdeC</p>


2021 ◽  
Author(s):  
Mengyu Liang ◽  
Laura Duncanson ◽  
Fernando Sedano

<p>Deforestation and degradation are two major threats to the global forest that jeopardize their functions to store carbon and mitigate climate change. Forest degradation undermines the health and functions of the forest to perform ecosystem services and is a stepping stone to deforestation. However, forest degradation has not been sufficiently monitored and quantified due to the varying intensity of disturbance and usually inconsistent spectral signals reflected in optical remote sensing. Drivers of forest degradation can be natural and/or human-related, and charcoal production is a key driver of forest degradation in sub-Saharan Africa due to the high demands for charcoal for energy consumption and the increasing rate of population growth and urbanization. In this study, we focus on charcoal production-driven forest degradation that occurred at the Mabalane district in Southern Mozambique from 2008 to 2018. We intend to demonstrate the potential of combining Global Ecosystem Dynamics Investigation (GEDI) data and Landsat time stacks for inspecting the changes in forest structure and aboveground biomass (AGB). To do so, we categorize the degraded forest by the year of disturbance based on a disturbance map produced for the study area for 2008-2018 by Sedano et al. (2019) and analyze the first year of publicly-released GEDI data to characterize forest structure and AGB at different disturbance classes. We also compare the GEDI L4A biomass with three other global and continental AGB products to understand the pre-disturbance biomass storage and the degradation patterns. Lastly, we build an empirical model between GEDI biomass and Landsat spectral bands and vegetation indices to quantify the biomass removal and regrowth from 10-year charcoal production. Uncertainties from the GEDI-Landsat models are estimated using Monte Carlo Simulations to propagate errors. The study improves the current understanding of forest degradation and carbon dynamics associated with it in tropical dry forests of sub-Saharan Africa. It also demonstrates the potential of combining spaceborne lidar missions and Landsat archives to facilitate accurate mapping of forest structural and AGB change in the degraded forest at a local scale. </p>


Sign in / Sign up

Export Citation Format

Share Document