scholarly journals Feature Extraction for Multi-class BCI using Canonical Variates Analysis

Author(s):  
Ferran Galan ◽  
Pierre. W. Ferrez ◽  
Francesc Oliva ◽  
Joan Guardia ◽  
Jose del R. Millan
1985 ◽  
Vol 63 (12) ◽  
pp. 2138-2143 ◽  
Author(s):  
G. R. Shaver ◽  
M. J. Lechowicz

Canonical variates analysis was used to compare the effects of fertilization on the concentrations of five mineral elements (N, P, K, Ca, and Mg) in young shoot tissues of six tundra plant species of three different growth forms. There were two specific objectives: (i) to determine whether it was possible to describe meaningful dose–response relationships in a multivariate response to fertilization, and (ii) to determine the multivariate effect of N plus P fertilization in comparison with the effects of N or P added alone. The results showed that low levels of N–P–K fertilization caused a shift in multivariate nutrient content that was intermediate between the control values and the shift caused by high fertilization, and in the same direction as the latter. In a June harvest, the effect of N plus P fertilization was very similar to the effect of N fertilization alone. However, in August the N plus P effect was dominated by the response to P alone. In all of the analyses, the fundamental similarities and differences among unfertilized plants of each species and growth form were maintained under fertilization.


Author(s):  
Javier H. Signorelli ◽  
Federico Márquez ◽  
Guido Pastorino

The phenotypic shell shape variation of Mactra isabelleana was tested using the geometric morphometric method. Four localities were sampled along the Río de la Plata estuary and the coast of Buenos Aires province. Principal component analysis and canonical variates analysis of the first principal components were performed to reveal the shell variation and differences among localities, respectively. The specimens from different microhabitats mostly overlapped, although differences in shape were observed in the development of the umbo, the enlargement of the dorsoventral axes and the elongation of the posterior end. The ecological and physical parameters that could influence shell shape variation are discussed.


2007 ◽  
Vol 21 (10-11) ◽  
pp. 451-458 ◽  
Author(s):  
Lars Nørgaard ◽  
György Sölétormos ◽  
Niels Harrit ◽  
Morten Albrechtsen ◽  
Ole Olsen ◽  
...  

Biometrika ◽  
1993 ◽  
Vol 80 (4) ◽  
pp. 915-918 ◽  
Author(s):  
R. MORTON

2021 ◽  
Vol 37 ◽  
pp. e37030
Author(s):  
Lorena Andrade Nunes ◽  
Cezar Augusto Casotti ◽  
Edilson Divino de Araújo

The prevalence global of noncommunicable chronic diseases as diabetes and hypertension worldwide has been disregarded until recently by policy makers. In addition, these diseases have growing with the aging of the population. This study sought to identify changes in face shape from the frontal and side views in elderly people diagnosed with diabetes and hypertension. 205 individuals were studied, with 60 years or more, from both sexes, with different ethnicities, and cognition intact. With a digital camera, photos were taken of the front and side and based on these images landmarks for measurement were determined. For statistical analysis, ANOVA, Canonical Variates Analysis, Mahalanobis distance and Thin-Plate Spline were realized. Given sexual dimorphism, the sexes were analyzed separately. From the ANOVA, significant differences (p<0.01) for individuals with diabetes, hypertension, and patients with both or neither of the diseases were observed. The groups were separated by the Canonical Variates and Mahalanobis distance and independent of edentulism, sex or ethnicity. A morphofacial characteristics for the front and side views (especially in the ear region) that identified individuals with these chronic diseases was observed. This methodology can contribute in a specific manner to the identification of at risk populations and help to promote preventative measures for these conditions.


1979 ◽  
Vol 30 (6) ◽  
pp. 1021 ◽  
Author(s):  
E Seif ◽  
JC Evans ◽  
LN Balaam

Canonical variates analysis was adapted to the problem of classifying environments according to their interactions with wheat genotypes, and was used to subdivide the Central West of New South Wales into uniform sub-regions. The method takes into account any fluctuations from year to year in the genotype x location interaction effects, and has several other advantages over the procedures previously used. Most of the variability among locations was represented by one canonical variate and was related to an east-westerly trend. It is suggested that the Central West be divided into two sub-regions, the eastern slopes and the western plains, for the purpose of varietal evaluations and recommendations.


2006 ◽  
Author(s):  
Κωνσταντίνος Ζάρπας

Η παρούσα μελέτη πραγματεύεται τη δυναμική και τη χωροταξική κατανομή φυσικών πληθυσμών της αφίδας Aphis gossypii Glover (Hemiptera: Aphididae) σε αγρό βαμβακιού έκτασης 18 στρεμμάτων στη Μαγνησία κατά τα έτη 1997-1999. Σε αυτούς τους πληθυσμούς μελετήθηκε και η επίδραση σημαντικών φυσικών εχθρών, η βιολογία των οποίων εξετάστηκε σε ελεγχόμενες συνθήκες εργαστηρίου. Σε αγρό απαλλαγμένο από χημικές επεμβάσεις εφαρμόστηκε συστηματική δειγματοληψία τεσσάρων φύλλων από δύο επίπεδα προσημειωμένων φυτών δύο φορές την εβδομάδα για την περίοδο από Ιούνιο έως Οκτώβριο και γινόταν έλεγχος για παρουσία αφίδων. Τα αρπακτικά καταγράφονταν με τινάγματα φυτών σε ειδικό τούλι. Για κάθε δειγματοληψία υπολογίστηκαν ο μέσος όρος, η διακύμανση και ο συντελεστής μεταβλητότητας. Επίσης, έγινε έλεγχος προσαρμογής της αρνητικής διωνυμικής κατανομής με χρήση του δείκτη διασποράς k και έλεγχος εφαρμογής του νόμου του Taylor, καθώς και συσχέτιση διακυμάνσεων πληθυσμών αφίδων και αρπακτικών. Τα αποτελέσματα γενικά συμφωνούν με το πρότυπο των δύο κυμάτων προσβολών της αφίδας του βαμβακιού στην Ελλάδα και δεν υποδεικνύουν την ανάγκη αντιμετώπισης των αφίδων σε νεαρά φαινολογικά στάδια του φυτού, αφού αυτό ανακάμπτει γρήγορα λόγω βιοτικών και αβιοτικών παραγόντων. Η διασπορά των πληθυσμών της αφίδας A. gossypii στο βαμβάκι έγινε μέσω ομαδοποιήσεων-συναθροίσεων (πρότυπα υπερδιασποράς αφίδων) και όχι τυχαία ή ομοιόμορφα, τουλάχιστο στις μεγάλες πυκνότητες, γεγονός που επιβεβαιώθηκε με τις τιμές του δείκτη ομαδοποίησης b της εξίσωσης του Taylor να είναι μεγαλύτερες του 2, και με τις πολύ χαμηλές τιμές του δείκτη διασποράς k της αρνητικής διωνυμικής κατανομής. Επίσης, βρέθηκε καθ’ ύψος ανισοκατανομή των αφίδων στα φυτά, πράγμα που έχει άμεση επίπτωση στην εφαρμογή χημικών επεμβάσεων. Τα αρπακτικά Coccinellidae και Chrysopidae επέδειξαν τάση συγκέντρωσης σε περιοχές με ομαδοποιήσεις αφίδων, φαινόμενο που υποδηλώνει αντίδραση των αρπακτικών ως αποτέλεσμα είτε της μακροχρόνιας παραμονής τους σε ένα φύλλο είτε της συσσωρευτικής δράσης πολλών ατόμων που αποικίζουν και μετακινούνται από φυτό σε φυτό. Οι χωρο-χρονικές συσχετίσεις διακυμάνσεων φυσικών πληθυσμών αφίδων και αρπακτικών αναδεικνύουν τα μελετηθέντα είδη ως σημαντικούς παράγοντες θνησιμότητας για την αφίδα, ιδίως σε περιόδους απουσίας χημικών επεμβάσεων. Η μελέτη αγρού υποστηρίχθηκε από τη μελέτη του αναπαραγωγικού δυναμικού της αφίδας στο εργαστήριο σε έξι ποικιλίες βαμβακιού κατά τα έτη 1997-1998. Τα πειράματα αφορούσαν τον εγκλωβισμό ατομικών αφίδων σε κλωβούς εκτροφής και την καταγραφή γεννήσεων, θανάτων, διάρκειας ανάπτυξης και επιβίωσης. Υπολογίστηκαν δημογραφικά χαρακτηριστικά και συσχετίστηκαν με το διαφορετικό βαθμό τριχοφυΐας των ποικιλιών του βαμβακιού. Οι ποικιλίες επηρέασαν το αναπαραγωγικό δυναμικό των αφίδων, και κατά συνέπεια, την αύξηση των πληθυσμών τους. Οι ποικιλίες στις οποίες οι αφίδες επέδειξαν χαμηλό αναπαραγωγικό δυναμικό διαθέτουν χαμηλή πυκνότητα τριχώματος, ενώ οι πιο ευαίσθητες στην προσβολή αφίδων (υψηλό αναπαραγωγικό δυναμικό) είναι γενικά ποικιλίες υψηλής τριχοφυΐας. Η παρουσία τριχών δεν επηρέασε αρνητικά τη σχετική προσβολή από την αφίδα, και πιθανώς εμπλέκονται άλλοι παράγοντες. Οι διαφορές στην ευπάθεια των φυτών στις προσβολές αφίδων εξηγήθηκαν εν μέρει μέσω της γενεαλογίας των ποικιλιών, καθώς ποικιλίες με κοινό πρόγονο εμφάνισαν παρόμοια ομαδοποίηση ως προς την τριχοφυΐα. Επιπλέον, μελετήθηκε η συμβολή των αρπακτικών στον έλεγχο των φυσικών πληθυσμών των αφίδων, η βιολογία και τα δημογραφικά χαρακτηριστικά τους, και για πρώτη φορά στην Ελλάδα (κατά τα έτη 1998-2000) η δράση τους πάνω στην αφίδα σε ελεγχόμενες συνθήκες εργαστηρίου. Τα αρπακτικά εκτράφηκαν κατά ζεύγη τελείων σε μικρούς κλωβούς για το κυρίως πείραμα και καταγράφηκαν η προνυμφική ανάπτυξη, η θνησιμότητα και η κατανάλωση αφίδων, και εκτιμήθηκαν η γονιμότητα και η διάρκεια ζωής τελείων, καθώς και τα δημογραφικά χαρακτηριστικά τους. Τα τρία είδη εμφάνισαν διαφορετικά δημογραφικά και βιολογικά χαρακτηριστικά. Τα είδη C. carnea και H. convergens είχαν μικρότερη διάρκεια ανάπτυξης και μακροζωία. Το C. septempunctata παρουσίασε μεγάλη αδηφαγία και ενδοειδική παραλλακτικότητα στην περίοδο προωοτοκίας του. Η μελέτη αυτή τονίζει τη σημασία των τριών φυσικών εχθρών ως δυνητικών παραγόντων ελέγχου της αφίδας του βαμβακιού, αφού κάθε είδος έδειξε διαφορετικά συγκριτικά πλεονεκτήματα έναντι των άλλων και θα μπορούσε να είναι ωφέλιμο σε συγκεκριμένες χρονικές περιόδους. Τέλος, διερευνήθηκε η ύπαρξη μορφολογικής διαφοροποίησης μεταξύ ελληνικών πληθυσμών της αφίδας A. gossypii που προέρχονταν από διαφορετικούς ξενιστές κατά τα έτη 2002-2004. Παρθενογενετικές σειρές δημιουργήθηκαν από δείγματα ατομικών αφίδων και διατηρήθηκαν σε κοινό φυτό-ξενιστή. Χρησιμοποιήθηκε η πολυπαραγοντική μορφομετρική Ανάλυση Κανονικών Μεταβλητών (Canonical Variates Analysis, CVA) σε δεδομένα μήκους 13 χαρακτηριστικών του σώματος της αφίδας που μετρήθηκαν με ειδικό μικροσκόπιο. Από την ανάλυση αποδείχθηκε η ύπαρξη μίας μορφολογικά διαφορετικής μορφής του A. gossypii στην Ελλάδα που αποικίζει φυτά Compositae, στατιστικά διακριτής από αυτή που αποικίζει φυτά Malvaceae και Cucurbitaceae. Οι δύο μορφές εμφανίζουν γενετικές διαφορές· γι’ αυτό, απαιτείται η απόδοση διαφορετικής ταξινομικής κατηγορίας σε καθεμιά (π.χ. φυλή, υποείδος κ.λπ.). Ο διαχωρισμός γενοτύπων του A. gossypii προσαρμοσμένων σε διαφορετικούς ξενιστές και η ύπαρξη μορφολογικών διαφορών ανάμεσα σε αυτούς έχει ταξονομικό και οικολογικό ενδιαφέρον με πρακτική διάσταση όσον αφορά στη φυτοπροστασία. Ο συνδυασμός των επιμέρους αποτελεσμάτων της διατριβής παρείχε πρωτότυπη γνώση για τη δυναμική των φυσικών πληθυσμών της αφίδας του βαμβακιού και πληροφορίες για τη δραστηριότητα των φυσικών της εχθρών. Βέβαια, η δυναμική φυσικών πληθυσμών εντόμων σε ένα ανοικτό αγροοικοσύστημα, όπως αυτό του βαμβακιού, δεν περιγράφεται εύκολα· ωστόσο, η μελέτη της συμβάλλει στην ανάπτυξη στρατηγικών αντιμετώπισης στα πλαίσια της ολοκληρωμένης διαχείρισης εχθρών των φυτών.


Phytotaxa ◽  
2016 ◽  
Vol 245 (1) ◽  
pp. 17 ◽  
Author(s):  
Spyros Tsiftsis

The variability of Himantoglossum s.s. populations in Greece has long been recognised, resulting in disagreements in their identification. For the purposes of the present study, several populations of H. jankae occurring throughout Greece were morphologically analysed and compared to populations of ambiguous taxonomic status from the Peloponnese and the island of Lesvos. The multivariate patterns of flower size variation of 24 Himantoglossum s.s. populations was investigated with a canonical variates analysis, and their morphometric relationships were further illustrated with a hierarchical cluster analysis. The results indicate that: a) H. jankae should be regarded as a very variable species, b) the two populations from Lesvos and Peloponnese cannot be separated from those of H. jankae, and c) there is a trend of gradual decrease in the dimensions of specific floral organs in a north to south direction, probably suggesting the effects of climatic conditions on floral morphology. All findings demonstrate that the studied populations indeed fall within the variability of H. jankae and not H. caprinum, a species whose presence in Greece cannot be attested on the basis of morphology.


Sign in / Sign up

Export Citation Format

Share Document