Οι απορρίψεις αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της αλιευτικής δραστηριότητας και τα τελευταία χρόνια έχουν συγκεντρώσει την προσοχή της επιστημονικής κοινότητας καθώς εγείρουν οικολογικούς προβληματισμούς και αποτελούν σημαντικό εμπόδιο για την ορθολογική διαχείριση των αλιευτικών πόρων. Μέχρι προσφάτως, οι περισσότερες μελέτες που αφορούσαν στις απορρίψεις ήταν κυρίως περιγραφικές. Ωστόσο, η συνειδητοποίηση της δυναμικής φύσης των απορρίψεων, που μεταβάλλονται χωρικά και χρονικά, έστρεψε την προσοχή μιας σειράς μελετών στην εκτίμηση της χωροχρονικής κατανομής τους. Στο πλαίσιο αυτό, σκοπός της παρούσας διδακτορικής διατριβής ήταν να συμβάλλει στη γνώση της χωροχρονικής κατανομής των απορρίψεων σε τρεις περιοχές της κεντροανατολικής Μεσογείου (Αιγαίο, Ιόνιο και Λιγυρικό-Τυρρηνικό πέλαγος). Αρχικά, η διατριβή επικεντρώθηκε στην εκτίμηση της χωροχρονικής κατανομής των απορρίψεων σε επίπεδο ομάδας ειδών στο Αιγαίο και στο Ιόνιο πέλαγος: των ψαριών με ΕΜΑΔ, των ψαριών χωρίς ΕΜΑΔ (Ελάχιστο Μέγεθος Αναφοράς Διατήρησης), των καρκινοειδών με ΕΜΑΔ, των καρκινοειδών χωρίς ΕΜΑΔ και του συνόλου των κεφαλόποδων. Οι απορρίψεις μοντελοποιήθηκαν με τη χρήση γενικευμένων προσθετικών μοντέλων συναρτήσει περιβαλλοντικών παραμέτρων, του βάθους, της εποχής και της γεωγραφικής υποπεριοχής. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι για όλες τις ομάδες απορρίψεων υπήρξαν διαφοροποιήσεις στην κατανομή των απορρίψεων. Για τα ψάρια με ΕΜΑΔ, μεγαλύτερες τιμές απορρίψεων εκτιμήθηκαν σε ρηχότερα νερά, ενώ για τα ψάρια χωρίς ΕΜΑΔ σε βαθύτερα νερά. Για τα καρκινοειδή με ΕΜΑΔ υψηλότερες τιμές απορρίψεων εκτιμήθηκαν σε βαθύτερα νερά, συγκριτικά με τα καρκινοειδή χωρίς ΕΜΑΔ όπου οι υψηλότερες τιμές απορρίψεων εκτιμήθηκαν σε παράκτια νερά. Τα αποτελέσματα αυτά υποδεικνύουν ότι η μοντελοποίηση των απορρίψεων ανά κατηγορία είναι σημαντική καθώς βοηθάει στον προσδιορισμό περιοχών που δύναται οι απορρίψεις να είναι υψηλές, ενώ σε άλλη περίπτωση οι περιοχές αυτές δε θα ήταν δυνατό να εντοπιστούν από την εκτίμηση της κατανομής του συνόλου των απορρίψεων και μόνο. Στη συνέχεια, εκτιμήθηκε και χαρτογραφήθηκε η χωροχρονική κατανομή των απορρίψεων τριών εμπορικών ειδών με ΕΜΑΔ, του γκριζοσαύριδου Trachurus trachurus (Linnaeus, 1758), της γάμπαρης Parapenaeus longirostris (Lucas, 1846) και της σαρδέλας Sardina pilchardus (Walbaum, 1792) στο Αιγαίο πέλαγος. Τα είδη επιλέχθηκαν γιατί μεταξύ των ειδών με ΕΜΑΔ ήταν αυτά που είχαν το μεγαλύτερο ποσοστό απορρίψεων. Επίσης, διερευνήθηκε σε τι ποσοστό η κατανομή των απορρίψεων κάθε είδους συμπίπτει με τα πεδία συγκέντρωσης των νεαρών ατόμων του ίδιου του είδους. Οι απορρίψεις μοντελοποιήθηκαν με τη χρήση ιεραρχικών μπεϋζιανών μοντέλων συναρτήσει μιας σειράς παραμέτρων. Επίσης, στα μοντέλα συμπεριλήφθηκε και μια τυχαία χωρική επίδραση η οποία εξηγεί μια εγγενή χωρική αυτοσυσχέτιση που δεν μπορεί να εξηγηθεί από τις συμπεριλαμβανόμενες ανεξάρτητες μεταβλητές, η συμπερίληψη της οποίας παρέχει ορθότερες εκτιμήσεις από τα μοντέλα. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι για τη σαρδέλα, οι υψηλότερες τιμές απορρίψεων εκτιμήθηκαν σε ρηχά νερά μέσα σε κόλπους, ενώ για τη γάμπαρη και το γκριζοσαύριδο σε βαθύτερα νερά ανοιχτά των κόλπων. Το ποσοστό της χωρικής επικάλυψης της κατανομής των απορρίψεων με τα πεδία συγκέντρωσης των νεαρών ατόμων ήταν μικρό για τη γάμπαρη και το γκριζοσαύριδο (~6% και ~10% αντιστοίχως), ενώ για τη σαρδέλα έφτασε το 57%. Τα αποτελέσματα υπογράμμισαν ότι οι απορρίψεις των τριών ειδών δεν οφείλονται μόνο σε υπομεγέθες αλίευμα αλλά και άλλοι λόγοι όπως η ζήτηση της αγοράς και οι περιορισμοί που θέτει η εθνική νομοθεσία συμβάλλουν στην απόρριψη τους. Τα δεδομένα των απορρίψεων χρησιμοποιήθηκαν για την πρόβλεψη της κατανομής πέντε μη εμπορικών ειδών ψαριών με υψηλή συχνότητα εμφάνισης στις καλάδες, των γουρλομάτη Argentina sphyraena (Linnaeus, 1758), αρνοζαγγέτα Arnoglossus laterna (Walbaum, 1792), κορδέλα Cepola macrophthalma (Linnaeus, 1758), βασιλάκη Capros aper (Linnaeus, 1758) και χανάκι Serranus hepatus (Linnaeus, 1758) στο Αιγαίο πέλαγος. Καθώς τα είδη αυτά απορρίφθηκαν στο σύνολο τους, οι απορρίψεις τους αποτελούν το σύνολο των συλλήψεών τους. Έτσι, η κατανομή των απορρίψεων τους αντικατοπτρίζει σε μεγάλο βαθμό την κατανομή των ειδών. Οι συλλήψεις μοντελοποιήθηκαν με τη χρήση γενικευμένων προσθετικών μοντέλων συναρτήσει του βάθους, περιβαλλοντικών παραμέτρων και του τύπου του υποστρώματος του βυθού. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι η κατανομή των συλλήψεων του A. sphyraena και του C. aper ήταν πιο εκτεταμένη σε όλη την περιοχή μελέτης και σε μεγαλύτερα βάθη, ενώ για το A. laterna, το S. hepatus και το C. macrophthalma οι υψηλότερες τιμές συλλήψεων εκτιμήθηκαν σε υποθαλάσσια οροπέδια και ρηχά νερά μέσα σε κόλπους. Τέλος, εκτιμήθηκε η κατανομή του συνόλου των απορρίψεων με ΕΜΑΔ σε τρεις περιοχές της κεντροανατολικής Μεσογείου. Δημιουργήθηκε ένα κοινό γενικευμένο προσθετικό μοντέλο για το Αιγαίο, το Ιόνιο και το Λιγυρικό-Τυρρηνικό πέλαγος για το σύνολο των απορρίψεων με ΕΜΑΔ για να εκτιμηθεί η χωροχρονική κατανομή των απορρίψεων σε ευρύτερη χωρική κλίμακα. Οι χάρτες που προέκυψαν χρησιμοποιήθηκαν για να διερευνηθεί αν (α) οι υπάρχουσες Κλειστές Θαλάσσιες Περιοχές στην Αλιεία με τράτα βυθού (ΚΘΠΑ), (β) οι προτεινόμενες ΚΘΠΑ από τις τοπικές αρχές και (γ) οι προτεινόμενες θαλάσσιες προστατευόμενες περιοχές (ΘΠΠ) από διεθνείς οργανισμούς και οργανώσεις συμπίπτουν χωρικά με περιοχές που δύναται να αποφέρουν μεγάλες ποσότητες απορρίψεων. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι το ποσοστό της χωρικής επικάλυψης της κατανομής των απορρίψεων με τις υπάρχουσες ΚΘΠΑ ήταν μικρό, ενώ για κάποιες ΘΠΠ ήταν αρκετά μεγάλο, υποδεικνύοντας ότι οι ΘΠΠ θα συμβάλλουν σε μεγαλύτερο βαθμό στον μετριασμό των απορρίψεων από τις ΚΘΠΑ. Τα μοντέλα κατανομής των απορρίψεων και οι χάρτες που δημιουργήθηκαν στην παρούσα διδακτορική διατριβή αποδίδουν την εικόνα της χωροχρονικής κατανομής των απορρίψεων από το επίπεδο της ομάδας ειδών στο επίπεδο του είδους. Αποτελούν ένα πρώτο βήμα και χρήσιμη πληροφορία για την αξιολόγηση των υπαρχόντων και προτεινόμενων κλειστών θαλάσσιων περιοχών ως προς την αποτελεσματικότητα τους για τον μετριασμό των απορρίψεων από το αλιευτικό εργαλείο τράτα βυθού. Είναι, επίσης, σημαντική πληροφορία για εργαλεία χωροταξικού σχεδιασμού με στόχο τον προσδιορισμό θαλάσσιων περιοχών με προτεραιότητα για προστασία. Τέλος, η πληροφορία που προέκυψε σε επίπεδο είδους και ομάδας ειδών μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε οικοσυστημικά μοντέλα συνεισφέροντας στην κατανόηση των τροφικών σχέσεων και της δομής του θαλάσσιου τροφικού πλέγματος.