Non-invasive prenatal diagnostic testing for β-thalassaemia using cell-free fetal DNA and next generation sequencing

2014 ◽  
Vol 35 (3) ◽  
pp. 258-265 ◽  
Author(s):  
Li Xiong ◽  
Angela N. Barrett ◽  
Rui Hua ◽  
Tuan Zea Tan ◽  
Sherry Sze Yee Ho ◽  
...  
2019 ◽  
Vol 21 (4) ◽  
pp. 572-579 ◽  
Author(s):  
Claudio Dello Russo ◽  
Anthony Cesta ◽  
Salvatore Longo ◽  
Maria A. Barone ◽  
Antonella Cima ◽  
...  

2015 ◽  
Author(s):  
Γεωργία Χριστοπούλου

Οι επιγενετικές τροποποιήσεις του DNA αποτελούν ευρύ αντικείμενο μελέτης σε ότι αφορά τους μηχανισμούς, το ρόλο τους και τις δυνητικές εφαρμογές τους στην πρόβλεψη, διάγνωση και παρακολούθηση παθολογικών καταστάσεων. Η καλύτερα μελετημένη επιγενετική τροποποίηση είναι η μεθυλίωση του DNA.Η διερεύνηση της γενετικής σύστασης του εμβρύου αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα ζητήματα στην προγεννητική διάγνωση. Η διάγνωση ανευπλοειδιών του εμβρύου, με συχνότερη την τρισωμία 21 (σύνδρομο Down), πραγματοποιείται με τη διεξαγωγή του καρυοτύπου του εμβρύου και μεθοδολογίες της μοριακής κυτταρογενετικής μετά από επεμβατική λήψη ιστών του. Τέτοιες διαδικασίες είναι η λήψη χοριονικών λαχνών και η αμνιοπαρακέντηση, ενώ σπανιότερα γίνεται λήψη εμβρυϊκού αίματος. Οι μέθοδοι αυτές συνδέονται με κίνδυνο επιπλοκών στην κύηση και αποβολής του εμβρύου. Για την αποφυγή επιπλοκών, πραγματοποιούνται βιοχημικοί και υπερηχογραφικοί έλεγχοι οι οποίοι οδηγούν σε εκτίμηση του κινδύνου να πάσχει ένα έμβρυο, ωστόσο, η ανιχνευσιμότητά τους δεν είναι αρκετά ικανοποιητική.Η ανακάλυψη της κυκλοφορίας εμβρυϊκών κυττάρων και ελεύθερου εμβρυϊκού DNA (cffDNA, cell free fetal DNA) στο περιφερικό αίμα της εγκύου άνοιξε νέους ορίζοντες για την μη επεμβατική ανίχνευση ανευπλοειδιών. Τα τελευταία χρόνια, οι περισσότερες έρευνες εστιάζουν στη μελέτη του cffDNA μέσω τεχνολογιών αλληλούχησης του DNA (NGS, Next Generation Sequencing) και μελέτης της διαφορικής μεθυλίωσης του DNA μητέρας και εμβρύου. Οι τεχνολογίες οι οποίες βασίζονται σε NGS είναι δυναμικές και έχουν σήμερα κλινική εφαρμογή. Παρουσιάζουν, παρ’ όλα αυτά, σημαντικούς περιορισμούς ορισμένους από τους οποίους θα μπορούσαν οι «επιγενετικές» προσεγγίσεις να υπερκεράσουν.Μια από τις επιγενετικές προσεγγίσεις βασίζεται στις διαφορές μεθυλίωσης μητρικού και εμβρυϊκού DNA (DMRs, Differentially Methylated Regions) στο περιφερικό αίμα της εγκύου και τον εμπλουτισμό του cffDNA με την ανοσοκατακρήμνιση μεθυλιωμένου DNA (MeDIP, Methylation Dependent Immuno Precipitation). Μετά τον εμπλουτισμό του cffDNA με MeDIP ακολουθεί ποσοτική ανίχνευση των περιοχών DMRs με τελικό αποτέλεσμα την ανίχνευση ή όχι τρισωμίας 21 στο έμβρυο. Η μεθοδολογία που αναπτύχθηκε αποδείχθηκε ότι έχει υψηλή ευαισθησία και ειδικότητα ωστόσο, επιδέχεται βελτιώσεων.Στην παρούσα διδακτορική διατριβή μελετήθηκαν τροποποιήσεις σε ορισμένα κομβικά σημεία της μεθοδολογίας, οι οποίες αξιολογήθηκαν για την επίδραση τους στην απόδοση των σταδίων αυτών προκειμένου να ενσωματωθούν σε αυτήν. Επιπλέον, λόγω της κρισιμότητας της διαδικασίας της συλλογής, διατήρησης και μεταφοράς των δειγμάτων μέχρι την ανάλυση, εξετάστηκε η καταλληλότητα της συλλογής δειγμάτων περιφερικού αίματος της εγκύου σε ειδικά σωληνάρια STRECK αντί των συνηθέστερα χρησιμοποιούμενων, τα οποία περιέχουν αντιπηκτικό Κ+/EDTA.Η μελέτη έδειξε ότι η επεξεργασία των δειγμάτων περιφερικού αίματος δεν είναι απαραίτητο να γίνει άμεσα και ότι είναι δυνατή η μεταφορά τους χωρίς ο χρόνος που μεσολαβεί και οι δεδομένες συνθήκες μεταφοράς να είναι καθοριστικές παράμετροι για την καταλληλότητα των δειγμάτων και τη διεξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων. Το στάδιο της ανοσοκατακρήμνισης μεθυλιωμένου DNA είναι ίσως το κρισιμότερο στάδιο της μεθοδολογίας, καθώς είναι σχετικά πολύπλοκο, απαιτεί ακριβείς και λεπτούς χειρισμούς και κατά το οποίο είναι δυνατή η εισαγωγή σφαλμάτων. Η σύμπτυξη των δυο σταδίων επώασης (αντίσωμα-DNA και συμπλόκου Ab-DNA-μαγνητικών σφαιριδίων) ήταν επιτυχής μειώνοντας το χρόνο από 4 σε 3 ώρες, την πολυπλοκότητα και τον κόπο για τους χειρισμούς καθώς και την συνακόλουθη εισαγωγή σφαλμάτων. Η μείωση του όγκου της αντίδρασης ανοσοκατακρήμνισης του μεθυλιωμένου DNA οδήγησε σε αποτελέσματα τα οποία είναι το ίδιο καλά σε σχέση με το αρχικό πρωτόκολλο, επιτρέποντας με αυτόν τον τρόπο την οικονομικότερη διαχείριση της ήδη περιορισμένης ποσότητας του cffDNA, εξασφαλίζοντας τη μεγαλύτερη διαθεσιμότητά του για περεταίρω διερευνήσεις. Η μείωση της ποσότητας του αντισώματος και των μαγνητικών σφαιριδίων ανά αντίδραση ανοσοκατακρήμνισης οδήγησε και αυτή σε αποτελέσματα συγκρίσιμα με αυτά της αρχικής μεθοδολογίας μειώνοντας το κόστος της. Στη συνέχεια διεξήχθη μελέτη της αποτελεσματικότητας και της ευαισθησίας της ανίχνευσης DMRs. Δείχθηκε ότι η τροποποιημένη μεθοδολογία επιτρέπει την αποτελεσματική ανίχνευση των DMRs.Η παρούσα μελέτη έδειξε την επιτυχή βελτιστοποίηση της υπάρχουσας προσέγγισης (MeDIP-qPCR) για την μη επεμβατική ανίχνευση της τρισωμίας 21 από το περιφερικό αίμα της εγκύου. Η μέθοδος είναι υποσχόμενη, με δυνατότητα επέκτασης σε περισσότερες ανευπλοειδίες ή και άλλες χρωμοσωματικές ανωμαλίες. Είναι σημαντική η διερεύνηση παραμέτρων για την περαιτέρω βελτιστοποίηση της προκειμένου να είναι εφικτή η μελέτη της γενετικής σύστασης του εμβρύου με επιγενετικές προσεγγίσεις.


Author(s):  
Е.И. Суркова ◽  
А.Г. Никитин ◽  
А.Н. Тороповский

Неинвазивное пренатальное тестирование (НИПТ, Non-Invasive Prenatal Testing, NIPT) с целью выявления трисомий в последнее время получило широкое распространение в клинической практике во многих странах, включая Россию. Несмотря на то, что НИПТ не позволяет оценить количество и структуру всех хромосом плода (это возможно только путём кариотипирования), этот анализ обладает хорошими показателями чувствительности и специфичности, а также позволяет устранить риски, сопровождающие инвазивные диагностические процедуры (амниоцентез, кордоцентез, биопсия ворсин хориона и т.д.). Для НИПТ преимущественно используют последовательности внеклеточной фетальной ДНК (cell-free fetal DNA, cffDNA), которые в небольшой концентрации присутствуют в крови беременной женщины и исчезают после беременности. В настоящее время для НИПТ используют методы высокопроизводительного секвенирования (Next Generation Sequencing, NGS). В обзоре приведены основные подходы и методы, применяемые для НИПТ с целью обнаружения трисомий: массовое параллельное секвенирование методом дробовика (massive parallel shotgun sequencing, MPSS), таргетное массовое параллельное секвенирование (targeted massive parallel sequencing, t-MPS) и подходы, основанные на изучении однонуклеотидных полиморфизмов (single nucleotide polymorphism, SNP), а также произведено сравнение эффективности их использования для выявления трисомий по хромосомам 13, 18 и 21 (синдромов Патау, Эдвардса и Дауна, соответственно). При использовании MPSS анализу подвергаются последовательности всего генома, а при t-MPS - только специфические последовательности. В статье обсуждаются также методы анализа мРНК, эпигенетических маркёров плода и дополнительные методы усиления сигнала (например, DANSR, Digital Analysis of Selected Regions, цифровой анализ выбранных областей). В обзоре приведены основные причины появления ложных (ложноположительных и ложноотрицательных) результатов при НИПТ (мозаицизм, феномен “резорбция двойни”, низкий уровень cffDNA и др.). Дано краткое описание современного места НИПТ в клинической практике и перспектив включения НИПТ в схему пренатального скрининга, а также основных трудностей, ограничивающих более широкое применение технологии НИПТ в клинике. Прежде всего эти трудности связаны со спецификой cffDNA (концентрация, индивидуальные отличия и др.), а также с этическими аспектами (генетический детерминизм, информированное согласие пациентов и др.). Non-invasive prenatal testing (NIPT) of trisomy has recently become widespread in clinical practice in many countries, including Russia. Despite the fact that NIPT does not allow to estimate the number and structure of all chromosomes of the fetus (this is possible only when using karyotyping), this analysis has good sensitivity and specificity indicators, and also allows eliminating the risks accompanying invasive diagnostic procedures (amniocentesis, cordocentesis, chorionic villus biopsy, etc.). The sequences of cell-free fetal DNA (cffDNA), which are present in low concentrations in the blood of a pregnant woman and disappear after pregnancy, are mainly used for NIPT. Currently NIPT uses Next Generation Sequencing methods (NGS). The review presents main approaches and methods used for non-invasive prenatal testing of trisomy: massive parallel sequencing by the shotgun method (MPSS), targeted parallel sequencing (t-MPS) and approaches based on the study of single nucleotide polymorphisms (SNP). In review we also compare efficacy of their use for the detection of trisomy of chromosomes 13, 18 and 21 (Patau syndrome, Edwards syndrome and Down syndrome, respectively). When using MPSS, sequences of the whole genome are analyzed, and with t-MPS, only specific sequences of interest are analyzed. The article also discusses methods for analyzing mRNA, fetal epigenetic markers, and additional signal amplification methods (for example, DANSR, Digital Analysis of Selected Regions). The review presents the main reasons for the appearance of false (false positive and false negative) results in NIPT (mosaicism, the phenomenon of “twin resorption”, low levels of fetal DNA, etc.). A brief description of the current place of NIPT in clinical practice and prospects for the inclusion of NIPT in the prenatal screening scheme, as well as the main difficulties that limit the wider use of NIPT technology in the clinic, are given. Primarily, these difficulties are associated with the specificity of cell-free fetal DNA (concentration, individual differences, etc.), as well as ethical issues (genetic determinism, informed patient consent, etc.).


2019 ◽  
Vol 19 (2) ◽  
pp. 105-111
Author(s):  
Nadia Shafei ◽  
Mohammad Saeed Hakhamaneshi ◽  
Massoud Houshmand ◽  
Siavash Gerayeshnejad ◽  
Fardin Fathi ◽  
...  

Background: Beta thalassemia is a common disorder with autosomal recessive inheritance. The most prenatal diagnostic methods are the invasive techniques that have the risk of miscarriage. Now the non-invasive methods will be gradually alternative for these invasive techniques. Objective: The aim of this study is to evaluate and compare the diagnostic value of two non-invasive diagnostic methods for fetal thalassemia using cell free fetal DNA (cff-DNA) and nucleated RBC (NRBC) in one sampling community. Methods: 10 ml of blood was taken in two k3EDTA tube from 32 pregnant women (mean of gestational age = 11 weeks), who themselves and their husbands had minor thalassemia. One tube was used to enrich NRBC and other was used for cff-DNA extraction. NRBCs were isolated by MACS method and immunohistochemistry; the genome of stained cells was amplified by multiple displacement amplification (MDA) procedure. These products were used as template in b-globin segments PCR. cff-DNA was extracted by THP method and 300 bp areas were recovered from the agarose gel as fetus DNA. These DNA were used as template in touch down PCR to amplify b-globin gen. The amplified b-globin segments were sequenced and the results compared with CVS resul. Results: The data showed that sensitivity and specificity of thalassemia diagnosis by NRBC were 100% and 92% respectively and sensitivity and specificity of thalassemia diagnosis by cff-DNA were 100% and 84% respectively. Conclusion: These methods with high sensitivity can be used as screening test but due to their lower specificity than CVS, they cannot be used as diagnostic test.


2020 ◽  
Vol 7 (Supplement_1) ◽  
pp. S390-S390
Author(s):  
Priya Edward ◽  
William V La Via ◽  
Mehreen Arshad ◽  
Kiran Gajurel

Abstract Background Mycoplasma hominis is typically associated with genital infections in women and is a rare cause of musculoskeletal infections often in immunocompromised hosts. Diagnosis of invasive Mycoplasma hominis infections are difficult due to challenges in culturing these organisms. Molecular diagnostics require an index of suspicion which may not be present at the time of tissue sampling. Accurate, rapid diagnosis of Mycoplasma hominis infections are important for antibiotic management. Methods Two cases of invasive Mycoplasma hominis infections are presented in which the Karius test (KT) was used to make the diagnosis. The KT is a CLIA certified/CAP-accredited next-generation sequencing (NGS) plasma test that detects microbial cell-free DNA (mcfDNA). After mcfDNA is extracted and NGS performed, human reads are removed and remaining sequences are aligned to a curated database of > 1400 organisms. Organisms present above a statistical threshold are reported. Case review was performed for clinical correlation. Results A young woman with lupus nephritis status post renal transplant developed persistent fever with progressive multifocal culture-negative osteoarticular infection despite empiric ceftriaxone. An adolescent female presented with an ascending pelvic infection progressing to purulent polymicrobial peritonitis (see table) requiring surgical debridement and cefipime, metronidazole and micafungin therapy; her course was complicated by progressive peritonitis/abscesses. Karius testing detected high-levels of Mycoplasma hominis mcfDNA in both cases – at 3251 molecules/microliter (MPM) in the first case and 3914 MPM in the second case. The normal range of Mycoplasma hominis mcfDNA in a cohort of 684 normal adults is 0 MPM. The patients rapidly improved with atypical coverage with doxycycline and levofloxaxin. Clinical findings in 2 patients with M. hominis infection detected by the Karius Test Conclusion Open-ended, plasma-based NGS for mcfDNA provides a rapid, non-invasive method to diagnose invasive Mycoplasma hominis infection. This case series highlights the potential to diagnose infections caused by fastidious pathogens to better inform antimicrobial therapy and achieve favorable outcomes. Disclosures William V. La Via, MD, Karius (Employee)


Sign in / Sign up

Export Citation Format

Share Document