Αντικείμενο της διατριβής αποτελεί η δομική και εννοιολογική σχέση του κτιρίου με το έδαφος και το τοπίο, όπου με τον όρο δομική διαχείριση εννοείται η ουσιαστική ένταξη του εδάφους στη μορφοπλαστική και κατασκευαστική υπόσταση του κτιρίου. Δύο στοιχεία που συνυπάρχουν ταυτόχρονα, χωρίς ωστόσο να ταυτίζονται. Η περίοδος που εξετάζεται είναι η χρονική περίοδος κατά τη διάρκεια του Μοντέρνου και πιο συγκεκριμένα την περίοδο 1928 - 1965 στον Ευρωπαϊκό χώρο. Η περίοδος του Μοντέρνου επιλέγεται, καθώς θεωρείται ότι είναι έντονο το ενδιαφέρον των αρχιτεκτόνων στη σημασία που αποκτά το τοπίο σε ό,τι αφορά στη διαμόρφωση του κτιρίου. Η περίοδος αυτή ταυτίζεται ευρύτερα και με την εισαγωγή της νέας τεχνολογίας, η οποία συμβάλει στον επαναπροσδιορισμό της σχέσης της αρχιτεκτονικής με τη φύση. Χρησιμοποιώντας τις νέες μεθόδους και νέα υλικά, οι νέοι κυρίως αρχιτέκτονες χαρακτηρίζονται για τη μέριμνα τους στον εκάστοτε τόπο. Τα κτίρια πλέον που προκύπτουν είναι μοναδικά και αυτό γιατί διαμορφώνονται μέσα από τα ιδιαίτερα στοιχεία της κάθε περιοχής. Η βασική υπόθεση εργασίας συγκροτείται γύρω από τη διερεύνηση της σχέσης του εδάφους με το κτίριο και το τοπίο, ενώ γίνεται μια προσπάθεια εστίασης κυρίως μέσα από την οπτική της δομικής υπόστασης (συγκρότησης) της αρχιτεκτονικής, που σε ορισμένες περιπτώσεις αναδεικνύει ενδιαφέρουσες πτυχές μιας ποιητικής έκφρασης της αρχιτεκτονικής δομής και κατασκευής στο πλαίσιο της εδαφικής σχέσης τους με τον τόπο.Η δεκαετία του 1920 υπήρξε μια περίοδος γενικότερων μεταβολών. Κύριο χαρακτηριστικό αποτελεί η αμφισβήτηση της σχέσης της αρχιτεκτονικής με το παρελθόν, καθώς η νέα τεχνολογία επιπλέον σηματοδοτεί ένα νέο πνεύμα. Με πρωτοπόρο τον Le Corbusier το κτίριο παρομοιάζεται με μηχανή, ενώ οι δυνατότητες των νέων υλικών και κατασκευαστικών μεθόδων συμβάλλουν στη διαμόρφωση νέων μορφών κτιρίων. Στη νέα αυτή εποχή επαναπροσδιορίζεται η σχέση του κτιρίου με το έδαφος και το τοπίο, καθώς πλέον προσφέρονται νέες δυνατότητες σχεδιασμού. Στη διατριβή μέσα από μια ανάλυση για τον πιο σαφή προσδιορισμό της χρονικής περιόδου μελέτης του Ευρωπαϊκού Μοντερνισμού, επιλέχθηκε η περίοδος 1925 έως 1965, καθώς θεωρήθηκε η κρισιμότερη εποχή, κατά την οποία δημιουργήθηκε και εξελίχτηκε το πλαίσιο εκείνο των βασικών θεωριών και αρχών του Μοντέρνου Κινήματος σε σχέση με τα εξεταζόμενα στην εργασία. Στη διατριβή γίνεται μια αναφορά σε προγενέστερα έργα και θεωρητικά κείμενα συγκεκριμένων αρχιτεκτόνων, τα οποία ωστόσο συμβάλουν στη δημιουργία του πλαισίου, μέσα στο οποίο αναλύεται διεξοδικά η περίοδος 1925 - 1965. Το 1928 αποτελεί χρονολογία "σταθμό" για το Μοντέρνο Κίνημα, καθώς κατασκευάζονται η villa Savoye και το Γερμανικό Περίπτερο στη Βαρκελώνη ταυτόχρονα με τη villa Tugendhat από τους Le Corbusier και Mies van der Rohe αντίστοιχα. Τα τρία αυτά κτίρια αποτελούν ένα είδος «κτισμένου μανιφέστου» για την εποχή του Μοντέρνου, καθώς με τις βασικές συνθετικές επιλογές των αρχιτεκτόνων καθόρισαν σε μεγάλο βαθμό πολλές από τις σημαντικότερες αρχές της Μοντέρνας Αρχιτεκτονικής. Δεν είναι τυχαίο που η villa Savoye μαζί με την κατοικία Tugendhat θεωρούνται ως το αποκορύφωμα της Μοντέρνας Αρχιτεκτονικής. Μετά το 1960 το μοντέρνο κίνημα αρχίζει να φθίνει. Εξάλλου από τα μέσα της δεκαετίας του '60 αρχίζει να εμφανίζεται μια αλλαγή σε ό,τι αφορά στο Μοντέρνο, η οποία οδήγησε τελικά και στην ανατροπή του. Επιπλέον, το έτος 1965 θεωρήθηκε από πολλούς ότι εμπεριέχει ένα συμβολικό τέλος του Μοντερνισμού, συνδεόμενο και με το θάνατο του Le Corbusier, θεμελιωτή, εάν μπορούσε να ειπωθεί, του Μοντέρνου Κινήματος. Ακολουθεί και ο άλλος δάσκαλος του Μοντέρνου Κινήματος, ο Mies van der Rohe αποβιώνει το 1969. Στη συνέχεια, είναι φανερό ότι τα έργα που παράγονται από τους νεότερους αρχιτέκτονες εμφανίζουν μια αλλαγή στον τρόπο σκέψης, καθώς αποδεικνύεται μια μεταβολή της αρχιτεκτονικής μορφής. Υπό αυτή την έννοια η επιλογή μιας συγκεκριμένης χρονολογίας, αποκτά περισσότερο ένα εργαλειακό - μεθοδολογικό ρόλο, παρά ένα μεμονωμένο συμβάν διαχωρισμού.Πρόθεση της διατριβής υπήρξε και η συγκρότηση ενός γενικότερου πλαισίου έρευνας, ώστε στο μέλλον να είναι δυνατή και μια συνέχεια με ανάλογες προσεγγίσεις, οι οποίες με βασικό αντικείμενο τη σχέση του κτιρίου με το έδαφος μπορούν να αναπτυχθούν σε διαφορετικές χρονικές περιόδους. Έτσι, η παρούσα διατριβή θα μπορούσε να λειτουργήσει ως ένα πρώτο βήμα, προσέγγισης και ανάλυσης της σχέσης του κτιρίου με το έδαφος. Μέσα από το σύνολο της διατριβής μπορεί κανείς να διαπιστώσει ότι αν και σε πρώτη ανάγνωση δεν υπάρχουν ομοιότητες στον τρόπο που συγκροτείται η δομή του κτιρίου στη σημερινή αρχιτεκτονική, με μια πιο προσεκτική ματιά αυτό αναιρείται.