Review: The Master Builders, Le Corbusier, Mies van der Rohe, Frank Lloyd Wright by Peter Blake

1961 ◽  
Vol 20 (4) ◽  
pp. 200-201
Author(s):  
Theodore M. Brown
Author(s):  
Antonio Toca

El artículo perfila la vigencia de dos teorías de la arquitectura, escritas a mediados del siglo xix por Gottfried Semper y Eugène Viollet-le-Duc, cuyos conceptos materialista-constructivos rebasaron programáticamente la tradición vitruviana. La teoría de Semper cobra un interés especial para la historia del arte porque incluye una novedosa perspectiva antropológica en la comprensión teórica de la arquitectura, mientras que la teoría de Viollet-le-Duc reclamó la racionalidad de la construcción, por ejemplo de las catedrales góticas, que se opuso claramente a los cánones clásicos de la École des Beaux-Arts. En especial la teoría de Semper determinó profundamente la arquitectura moderna del siglo xx, por ejemplo de Frank Lloyd Wright, Mies van der Rohe y Le Corbusier; además contiene estímulos para la revisión de la arquitectura actual en México que todavía, bajo la duradera influencia de Luis Barragán, se fija en la tradición constructiva de las paredes masivas y adopta rara vez la propuesta analítica de Semper.


2015 ◽  
Vol 12 (2) ◽  
pp. 281
Author(s):  
Claudio Silveira Amaral

John Ruskin, crítico de arte inglês do século XIX, criou uma metodologia para o projeto de arquitetura com base em uma filosofia da Natureza, cuja ética é similar à de uma política da ajuda mútua, na qual cada elemento natural é dependente de outro na busca de uma situação de equilíbrio. Segundo essa lógica, Ruskin estruturou diversos temas, influenciando, com isso, intelectuais de sua época e de outras, como o escritor Marcel Proust, os arquitetos Frank Lloyd Wright e Le Corbusier, assim como o político intelectual brasileiro Rui Barbosa, que utilizou a lógica ruskiniana para compor sua Reforma do Ensino Primário, considerada o primeiro projeto de industrialização do Brasil. Ruskin, diferentemente do que atesta a historiografia da Arquitetura Moderna, foi um moderno e não um neogótico medievalista, pois seu  trabalho se estruturou a partir de algumas das categorias da modernidade, como a lógica e a razão.PALAVRAS-CHAVE: Arquitetura. História. Metodologia.


2018 ◽  
Author(s):  
Μαριάννα Χαριτωνίδου

H διατριβή δομείται σε τέσσερα μέρη που αντιστοιχούν σε τέσσερις γενιές αρχιτεκτόνων, αναδεικνύοντας τα εννοιολογικά εργαλεία και τις μεθόδους προβληματοθεσίας που βρίσκονται στο επίκεντρο του αρχιτεκτονικού λόγου και της συνθετικής διαδικασίας κάθε ιστορική στιγμή. Διερευνάται ο μετασχηματισμός της αλλαγής του αντικειμένου της αρχιτεκτονικής μέσα από την ανάλυση των μεταλλαγών των μέσων αναπαράστασης που βρίσκονται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος σε κάθε γενιά που εξετάζεται και του στόχου απεύθυνσής τους. Στο πρώτο μέρος της διατριβής αναδεικνύεται ότι αυτό που ήταν στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος ήταν ο ατομικός και αστικός χαρακτήρας του αποδέκτη της αρχιτεκτονικής και η αρχιτεκτονική συμβολίζει την αξία της κατοχής της από τον αποδέκτη. Εξετάζονται οι λόγοι για τους οποίους οι αρχιτέκτονες Ludwig Mies van der Rohe και Le Corbusier προσδίδουν ιδιαίτερη σημασία στη χρήση της προοπτικής αναπαράστασης. Στο δεύτερο μέρος της διατριβής, που εστιάζει στο έργο των το έργο των Ludovico Quaroni, Ernesto Nathan Rogers και Team 10, εξετάζεται η εντατικοποίηση του ενδιαφέροντος για την έννοια του χρήστη και η επίδραση της τυποποίησης της αρχιτεκτονικής στη διαμόρφωση της έννοιας του μαζικού χρήστη. Στο τρίτο μέρος της διατριβής, που εστιάζει στο έργο των Peter Eisenman, John Hejduk, Aldo Rossi και Oswald Mathias Ungers, εξετάζεται η μεταστροφή από την κατανόηση του αποδέκτη της αρχιτεκτονικής ως χρήστη προς την κατανόηση του αποδέκτη της αρχιτεκτονικής ως υποκειμένου. Παράλληλα, αναδεικνύεται πως η μετάβαση από την κατανόηση του αποδέκτη της αρχιτεκτονικής ως χρήστη στην αντίληψή του ως υποκειμένου υποδηλώνει ότι η σημασιοδότηση της αρχιτεκτονικής συν-διαμορφώνεται από τον αρχιτέκτονα και τον αποδέκτη. Επιχειρείται μια διεξοδική διερεύνηση των επιστημολογικών μεταλλαγών που συνοδεύουν τον παραπάνω αναπροσανατολισμό της κατανόησης της έννοιας του αποδέκτη της αρχιτεκτονικής. Στο τέταρτο μέρος της διατριβής εξετάζονται οι διαδικασίες μέσω των οποίων οι αρχιτέκτονες Rem Koolhaas και Bernard Tschumi μετατρέπουν την έννοια του προγράμματος της αρχιτεκτονικής σε μηχανισμό αρχιτεκτονικής σύνθεσης, λαμβάνοντας ως σημείο εκκίνησης της σχεδιαστικής διαδικασίας τον δυναμικό χαρακτήρα των αστικών συνθηκών. Αναδεικνύεται ότι οι προσεγγίσεις των παραπάνω αρχιτεκτόνων και η σημασία που προσδίδουν στην κιναισθητική εμπειρία της αρχιτεκτονικής βασίζεται στην παραδοχή ότι εντός του ίδιου υποκειμένου υπάρχουν αντιμαχόμενες μεταξύ τους τάσεις και δυνάμεις. Στα πλαίσια της διατριβής, παρουσιάζονται τα κύρια σημεία του μετασχηματισμού του αντικειμένου της αρχιτεκτονικής, που ακολουθούσε τον μετασχηματισμό αυτού στον οποίον απευθύνεται η αρχιτεκτονική σε κάθε εποχή. Η επιλογή να διερευνηθεί ένα ειδικό μέσο για την αρχιτεκτονική, όπως οι τρόποι λειτουργίας της αναπαράστασης, έγινε προκειμένου να διαγνωσθούν οι μεταλλάξεις του τρόπου με τον οποίο η αρχιτεκτονική ενσωματώνει ή ανταποκρίνεται σε καταστάσεις που ανήκουν σε ευρύτερες σφαίρες, όπως οι κοινωνικοί και πολιτικοί τομείς, οι αρθρώσεις μεταξύ της ειδικότητας της αρχιτεκτονικής και του κοινωνικού και θεσμικού πλαισίου της. Επίσης, αναδεικνύεται ότι οι σχέσεις μεταξύ των μέσων της αρχιτεκτονικής και της ευρύτερης σφαίρας μπορούν να γίνουν κατανοητές όταν η ανάλυση έχει ως αφετηρία την εξέταση του τι διακυβεύεται σε συγκεκριμένα αρχιτεκτονικά έργα. Η διατριβή συστήνει ένα μεθοδολογικό εργαλείο κατανόησης των επάλληλων μετασχηματισμών του αντικειμένου του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού μέσα από τον πραγματικό και φαντασιωτικό μετασχηματισμό αυτού στον οποίον απευθύνεται. Ιδιαίτερη έμφαση έχει δοθεί στην ανάλυση των μεταλλαγών των μεθόδων διδασκαλίας στις σχολές αρχιτεκτονικής που εξετάζονται και στη σχέση των μεταλλαγών αυτών με τους μετασχηματισμούς του επιστημολογικού αντικειμένου της αρχιτεκτονικής. Παράλληλα, διερευνάται η εξέλιξη της σχέσης της φιλοσοφίας με την αρχιτεκτονική κατά τον 20ο και 21ο αιώνα.


1984 ◽  
Vol 43 (4) ◽  
pp. 364-365
Author(s):  
Paul Venable Turner ◽  
Thomas L. Doremus ◽  
Le Corbusier

2003 ◽  
Vol 7 (2) ◽  
pp. 183-186
Author(s):  
Richard Weston

It has taken a long time to be able to assess Jørn Utzon's importance. Until the end of the twentieth century, the architect described by Sigfried Giedion as the most important of the ‘third generation’ hardly appeared in its literature. By contrast we had no such problem with Le Corbusier: there were the Oeuvres Complètes. It was easy to consult any building, indeed sketch, and along the way to be thoroughly coerced into his theoretical position. His massive and megalomaniac contribution to the last century could be studied first through L'Esprit Nouveau, the avant-garde magazine which promulgated him – ‘17.23, 2me février, 1926, Grande Pensée de L-C …’ and so forth – and later through the archives and sketchbooks. Wright suffered from too many publications. After the Wasmuth Portfolio of 1910 there was no single, accessible reference to his huge output: his theory tended to the verbose, and he was devious in concealing his own sources, most especially his debt to Japan. Mies van der Rohe wrote little and was famously gnomic; his buildings supplied his ‘text’. The so-called second generation, Aalto and Kahn, were well served in terms of publication of their work. The former's theoretical position took much posthumous teasing-out by critics to become widely understood. He could overcome people's ignorance of Finnish – for example, by his 1961 definition ‘acoustic separation is kilograms’ and by his stupefied reaction to the question of what module he used: ‘a millimetre, more or less!’ – but he wrote little.


2020 ◽  
Author(s):  
Lilia Mironov

Throughout the 20th century and into the 21st, the emergence of airports as gateways for their cities has turned into one of the most important architectural undertakings. Ever since the first manned flight by the Brothers Orville and Wilbur Wright on December 17th 1903, utilitarian sheds next to landing strips on cow pastures evolved into a completely new building type over the next few decades – into places of Modernism as envisioned by Le Corbusier and Frank Lloyd Wright (who themselves never built an airport), to eventually turn into icons of cultural identity, progress and prosperity. Many of these airports have become architectural branding devices of their respective cities, regions and countries, created by some of the most notable contemporary architects. This interdisciplinary cultural study deals with the historical formation and transformation of the architectural typology of airports under the aspect of spatial theories. This includes the shift from early spaces of transportation such as train stations, the synesthetic effect of travel and mobility and the effects of material innovations on the development, occupation and use of such spaces. The changing uses from mere utilitarian transportation spaces to ones centered on the spectacular culture of late capitalism, consumption and identity formation in a rapidly changing global culture are analyzed with examples both from architectural and philosophical points of view. The future of airport architecture and design very much looks like the original idea of the Crystal Palace and Parisian Arcades: to provide a stage for consumption, social theatre and art exhibition.


Author(s):  
Carlos L. Marcos

Le Corbusier planteó durante los años 20 del siglo pasado una gramática para el nuevo lenguaje de la arquitectura de hormigón armado y acero, la arquitectura moderna. Sus míticas viviendas realizadas durante esa década en colaboración con Pierre Jeanneret constituirían un elenco extraordinariamente influyente en los años posteriores y servirían de modelos para ilustrar una teoría que vería la luz en forma de texto en 1926 a modo de manifiesto fundacional, “Los 5 puntos de la arquitectura”. Su fenêtre en longueur  –ventana rasgada horizontalmente– ponía de manifiesto la condición no portante de la fachada al tiempo que se apropiaba del horizonte y de una visión continua desde el interior. La arquitectura neoplasticista, sin embargo, directamente influenciada por la “destrucción orgánica de la caja” de Wright, planteaba rasgar huecos de suelo a techo. Ambas negaban la idea de perforar la fachada recortando los huecos sobre ella. Mies van der Rohe, el más riguroso en el detalle arquitectónico y la construcción de los arquitectos modernos, plantearía ya desde su proyecto para el rascacielos de la Friedrichstrasse de 1919 la incipiente idea del muro cortina que años después llegaría a materializar. En las siguientes líneas planteamos una discusión crítica acerca de la gramática de la modernidad y en particular respecto de la sintaxis del hueco.


2019 ◽  
Vol 17 (2) ◽  
pp. e070
Author(s):  
Juan Sebastian Malecki ◽  
Gonzalo Fuzs

El presente artículo se propone abordar las contribuciones de Carlos Lange y Luís Rébora a la cultura arquitectónica de Córdoba a partir del análisis de sus casas particulares. Rosarinos de orígenes, ambos llegaron a Córdoba en diversos momentos de la década del cuarenta, logrando una exitosa inserción profesional en un campo disciplinar acotado y en proceso de consolidación. Uno de sus principales aportes fue la introducción de una novedosa concepción espacial, por lo menos para el contexto cordobés, en la que es posible identificar diferentes presupuestos que remiten a la arquitectura de Frank Lloyd Wright, de Le Corbusier y de Marcel Breuer. La clara referencia a la arquitectura de Wright en la casa de Lange sitúan a ambos -la casa y a Lange- como una de las primeras referencias al arquitecto norteamericano en el país, y los ubica en el marco más amplio de su recepción temprana.  


Sign in / Sign up

Export Citation Format

Share Document