Εισαγωγή: Υπάρχει μια παγκόσμια τάση για αύξηση της συχνότητας των ατυχημάτων και ιδιαίτερα των κρανιοεγκεφαλικών κακώσεων κατά την παιδική ηλικία. Οι κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις αποτελούν μείζον θέμα για τη δημόσια υγεία λόγω των συνεπειών τους στη σωματική και ψυχική υγεία των παιδιών. Σκοπός: Η παρούσα μελέτη επιδιώκει να συνεισφέρει στην κατανόηση της ψυχολογικής διάστασης αυτών των κακώσεων στα παιδιά. Οι επιμέρους στόχοι είναι: 1) η αποτύπωση της έκτασης του προβλήματος των παιδικών ατυχημάτων στη Δυτική Ελλάδα και κατ' επέκταση της νοσηρότητας από ατύχημα στην ηλικιακή ομάδα των 6-14 ετών, 2) η αναζήτηση παραγόντων κινδύνου για ατύχημα που σχετίζονται τόσο με το ίδιο το παιδί όσο και το οικογενειακό και φυσικό του περιβάλλον, 3) η αξιολόγηση της σχέσης μεταξύ των ήπιων κρανιοεγκεφαλικών κακώσεων της παιδικής ηλικίας και του κινδύνου μελλοντικής εμφάνισης Διαταραχής Μετατραυματικού Stress μία εβδομάδα και ένα μήνα μετά το τραυματικό γεγονός, 4) η συσχέτιση της εμφάνισης της διαταραχής με δημογραφικούς παράγοντες και άλλες παραμέτρους που αφορούν στις ήπιες κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις στην ίδια πληθυσμιακή ομάδα, 5) η διερεύνηση του επιπολασμού του άγχους και της κατάθλιψης στους γονείς των παιδιών του δείγματος λόγω της τραυματικής εμπειρίας του παιδιού τους, 6) και η γλωσσική και ψυχομετρική επικύρωση μέσω συγκεκριμένης διαδικασίας της Ελληνικής εκδοχής των ερωτηματολογίων. Υλικό και μέθοδος: Για την εκπλήρωση των προαναφερθέντων στόχων πραγματοποιήσαμε μία αναδρομική μελέτη κατά το χρονικό διάστημα 2014–2017 όπου μελετήθηκαν τα ιατρικά αρχεία 381 παιδιών ηλικίας 6-14 ετών με ήπια κρανιοεγκεφαλική κάκωση που νοσηλεύθηκαν στην Παιδοχειρουργική Κλινική του Καραμανδανείου Γενικού Νοσοκομείου Παίδων Πάτρας και μία προοπτική μελέτη για τη διερεύνηση του κινδύνου εμφάνισης της Διαταραχής Μετατραυματικού Stress σε δείγμα παιδιών με ήπια κρανιοεγκεφαλική κάκωση που αντιμετωπίστηκαν στην Παιδοχειρουργική Κλινική από τον Φεβρουάριο του 2017 έως τον Μάρτιο του 2018. Στην προπτική μελέτη καταγράφηκαν 377 παιδιά ηλικίας 6 έως 14 ετών με ήπια κρανιοεγκεφαλική κάκωση που αντιμετωπίστηκαν στο επείγον εξωτερικό ιατρείο ή/και νοσηλεύτηκαν τουλάχιστον για 24 ώρες. Από αυτά 175 παιδιά πληρούσαν τα κριτήρια συμμετοχής στην προοπτική μελέτη. Η μελέτη περιελάμβανε κάθε δεύτερο παιδί που προσέρχονταν, προκειμένου να εξασφαλισθεί η τυχαιοποίηση του δείγματος. Επιπρόσθετος σκοπός της έρευνας ήταν η διερεύνηση δύο βασικών ψυχικών διαταραχών, του άγχους και της κατάθλιψης στους γονείς των παιδιών του δείγματος.Για τη συλλογή των δεδομένων χρησιμοποιήθηκαν τα εξής αυτοσυμπληρούμενα ψυχομετρικά εργαλεία: Ερωτηματολόγιο καταγραφής κοινωνικοδημογραφικών στοιχείων και χαρακτηριστικών της κάκωσης, η κλίμακα «Child Trauma Screening Questionnaire (CTSQ), η Αναθεωρημένη κλίμακα επίπτωσης παιδικού τραύματος για συμπτώματα μετατραυματικού stress «The Children’s revised impact of event scale (CRIES-13)» και η Ελληνική έκδοση της κλίμακας Άγχους και Κατάθλιψης «The Hospital Anxiety And Depression Scale HADS». Η στατιστική ανάλυση διενεργήθηκε με το λογισμικό πρόγραμμα Statistical Package for Social Sciences IBM SPSS version 25 software (IBM Corp, Armonk, NY, USA). Το πρόγραμμα Amos version 25 software, Chicago: IBM SPSS και επιπρόσθετες στατιστικές μέθοδοι χρησιμοποιήθηκαν για την διερευνητική και επιβεβαιωτική ανάλυση των ερωτηματολογίων. Αποτελέσματα: Τα κυριότερα αποτελέσματα της προοπτικής μελέτης ήταν τα εξής: το 67,5% ήταν αγόρια με μέση ηλικία 9,46 έτη και το 32,5% κορίτσια με μέση ηλικία 9,1 έτη. Φαίνεται δηλαδή ότι, η επίπτωση των ήπιων κρανιοεγκεφαλικών κακώσεων στα αγόρια ήταν δύο φορές μεγαλύτερη από τα κορίτσια. Σχετικά με την ηλικία παρατηρήθηκε ότι τα παιδιά ηλικίας 6-8 ετών παρουσίαζαν συχνότερα ήπια κρανιοεγκεφαλική κάκωση σε σχέση με τις υπόλοιπες ηλικιακές ομάδες. Τα περισσότερα ατυχήματα συνέβησαν στο δρόμο (28,7%), στο σχολείο (27,6%) και στο σπίτι (20%), κυρίως απογευματινές ώρες (45,9%) και καθημερινές ημέρες (76,1%) και σχεδόν τα μισά (49,3%) με παρουσία ενήλικα. Ενώ ως προς την εποχή διαπιστώθηκε όπως αναμενόταν ότι την άνοιξη και το καλοκαίρι συμβαίνουν τα περισσότερα ατυχήματα σε ποσοστό 43,5% και 24.1% του συνόλου αντίστοιχα. Ως προς το μηχανισμό κάκωσης οι περισσότερες ήπιες κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις οφείλονταν σε πτώσεις (67,7%), σε συγκρούσεις με άλλο παιδί (20,3%) και σε τροχαία (5,1%). Η πλειοψηφία (82,6%) νοσηλεύθηκε μία ημέρα ενώ μόνο το 4,6% των παιδιών νοσηλεύθηκαν τρεις ημέρες και άνω. Περίπου το 50% των παιδιών με ήπια κρανιοεγκεφαλική κάκωση που ήρθαν στο παιδιατρικό νοσοκομείο έρχονται μετά από παραπομπή από άλλο νοσοκομείο. Σε σχέση με το μετατραυματικό stress στην εκτίμηση της εβδομάδας στο 33,7% των παιδιών διαπιστώθηκαν συμπτώματα της διαταραχής ενώ στην επανεκτίμηση του μήνα σημειώθηκε σημαντική μείωση του ποσοστού σε 9,9%. Οι γονείς παρατήρησαν συμπτώματα μετατραυματικού stress σε ποσοστό 19% μία εβδομάδα μετά την κάκωση και 3,9% στον ένα μήνα. Τα κορίτσια εμφάνισαν πιο συχνά τη διαταραχή από τα αγόρια (p=0,013) μία εβδομάδα μετά το ατύχημα. Στατιστικά σημαντικές διαφορές ως προς τους παράγοντες που επηρέαζαν την εκδήλωση του stress παρατηρήθηκαν στο φύλο, την αστική περιοχή (p=0,04), τον τόπο ατυχήματος (p=0,004), την ύπαρξη πολλαπλών βλαβών (p=0,030), τη νοσηλεία (p=0,003) κ.α. Από τους συμμετέχοντες γονείς, το 56% ήταν ηλικίας 35−44 ετών, το 89,2% ήταν παντρεμένοι, το 20% ήταν βασικής εκπαίδευσης και το 49,4% είχε δύο παιδιά. Το 23,9% των συμμετεχόντων βίωνε μέτρια επίπεδα άγχους και το 31,3% υψηλά επίπεδα άγχους, ενώ το 30,1% βίωνε μέτρια επίπεδα κατάθλιψης και το 22,1% υψηλά επίπεδα. Όσον αφορά τις συσχετίσεις παραγόντων προέκυψε ότι η εμφάνιση συμπτωμάτων άγχους ήταν συχνότερη στις γυναίκες από ότι στους άντρες (p=0,016). Επίσης η ένταση του άγχους και της κατάθλιψης βρέθηκε να συσχετίζεται θετικά με το χαμηλό εισόδημα (p=0,001), τη μόρφωση των συμμετεχόντων (p=0,001), και το καθεστώς επαγγελματικής απασχόλησης (p=0,001).Συμπεράσματα: Τα ευρήματα της παρούσας μελέτης κατέδειξαν ότι οι ήπιες κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις δεν είναι πάντοτε άμοιρες επιπλοκών και μπορεί να αναπτύξουν επίμονα νευροφυσιολογικά συμπτώματα. Τα συμπεράσματα δικαιολογούν την παρακολούθηση της συμπεριφοράς των παιδιών πολύ καιρό μετά τον τραυματισμό και μπορούν να αξιοποιηθούν για τη διατύπωση προτάσεων για περαιτέρω έρευνα για τον προσδιορισμό των παραγόντων κινδύνου, εφαρμογής μεθόδων υποστηρικτικής φροντίδας, παρεμβάσεων και συμβουλευτικής της οικογένειας για μείωση του μετατραυματικού stress.