Perspectives of silviculture as discipline in Greece

1999 ◽  
Vol 64 ◽  
Author(s):  
T. Zagas ◽  
T. Tsitsoni ◽  
P. Gkanatsas

Greek  Forestry relies basically on the principle of sustainability. Recently, this  term, eventhough    it is very old, has acquired a special interest as it redefines the  relation between man and    nature. Greek silviculturists adopted this principle many years ago, in the  form of providing    perpetually equal wood volumes, annually or periodically as well as other  social benefits.    Keep in mind, that the priorities and perspectives of silviculture as  discipline in Greece are the    following: The contribution to the protection of greek forests by applying  the most appropriate    silvicultural treatments as well as the rehabilitation of degraded forest  ecosystems (conversion    of coppices, cover of bare lands etc.), the maintenance of the existing  mixed forests and the    transformation of the pure conifer forests into mixed ones as well as the  improvement of structure of the high forests, the use of natural regeneration in the future in the same way it was    used so far, the prohibition of clear-cuttings in all forests and the use  of low impact management    methods, the application of selective harvesting and the keeping of  individual old trees until    their biological death, the protection of rare species and the creation of  a network of special    protected areas.

2018 ◽  
Vol 38 (24) ◽  
Author(s):  
徐欢 XU Huan ◽  
李美丽 LI Meili ◽  
梁海斌 LIANG Haibin ◽  
李宗善 LI Zongshan ◽  
伍星 WU Xing

1996 ◽  
Vol 61 ◽  
Author(s):  
A. T.H. Hatzistathis ◽  
T. H. Zagas

Since  last century, silviculture in Greece has been based on the knowledge and  experience of the silviculturally developed countries, mainly those of  Central Europe. This knowledge was adapted to the Greek conditions with  satisfactory results. The Laboratory of Silviculture which belongs to the  Department of Forestry and Natural Environment pays attention to the existing  silvicultural problems of Greece and other countries and records them. With  proper evaluation of these problems in the framework of the present education  programme, our Laboratory tries to educate the students of the Department and  consult the Forest Engineers. Special attention is paid to the following  subjects:     - The multiple role of natural forest (with priority to their ecological  role).     - The rehabilitation of the degraded forest ecosystems (avoidance of the  danger of desertification).    - The landscape exology according to the contemporary needs.    - The protection of the forests and their regeneration mainly after  destruction.    - The systematic cultivation of forests and especially of plantations,  aiming mainly to safeguard their resistance against various dangers.


2014 ◽  
Author(s):  
Rahman Md Shoaibur

Το πείραμα διεξήχθη για να μελετηθεί η επίδραση της ξηρασίας στη μορφολογία των δενδρυλλίων, στην κατανομή της βιομάζας, στην αρχιτεκτονική των πλαγίων ριζών πρώτης τάξης και στην επιβίωση στο πεδίο στα πρώτα στάδια της μεταφύτευσης. Τέσσερα μεσογειακά είδη επιλέχθηκαν να μελετηθούν ως προς τα προαναφερθέντα στοιχεία: δύο είδη μεταφυτεύτηκαν ως γυμνόριζα με ριζοκοπή τα Cercis siliquastrum και Fraxinus ornus (3 ετών) και τα άλλα δύο είδη μεταφυτεύτηκαν ως βωλόφυτα, τα Spartium junceum και Cupressus sempervirens (2 ετών). Η μελέτη διεξήχθη στο Arboretum του Εργαστηρίου Δασοκομίας του ΑΠΘ, κοντά στο χωριό Περιστερά το οποίο ανήκει στο Δήμο Βασιλικών Θεσσαλονίκης (γεωγραφικό μήκος 23º04'58"Ε και γεωγραφικό πλάτος 40º30'27"Β), κατά τη διάρκεια της περιόδου 2011-2012. Το κλίμα της περιοχής μελέτης είναι χαρακτηριστικό των μεσογειακών περιοχών με ζεστό και ξηρό καλοκαίρι και δροσερό χειμώνα. Τα δενδρύλλια μεταφέρθηκαν από το φυτώριο στο πεδίο το Νοέμβριο του 2011. Συνολικά 120 δενδρύλλια ανά είδος, ίδιας ηλικίας και παρομοίου μεγέθους μεταφυτεύτηκαν στο πεδίο. Μετά την εγκατάσταση, στα μισά δενδρύλλια εφαρμόστηκε ελεγχόμενη άρδευση, ενώ τα υπόλοιπα δεν έλαβαν καμία άλλη άρδευση εκτός από τις φυσικές βροχοπτώσεις (υδατικό στρές). Το πειραματικό σχέδιο ήταν πλήρως τοχαιοποιημένο. Η συλλογή δειγμάτων δενδρυλλίων πραγματοποιήθηκε σε τρείς περιόδους, με εκσκαφή μετά από 6, 8 και 10 μήνες από την στιγμή της μεταφύτευσης. Σε κάθε περίοδο, 12 δενδρύλλια συλλέχθηκαν τυχαία (4 δενδρύλλια × 3 επαναλήψεις) ανά χειρισμό και ανά είδος για την ανάλυση του ριζικού και βλαστικού συστήματος.Η έρευνα έδειξε ότι στα δενδρύλλια που εφαρμόστηκε το υδατικό στρες, η επιβίωση των γυμνόριζων των C. siliquastrum και F. ornus επηρεάστηκε σοβαρά από την ξηρασία εν συγκρίσει με τα βωλόφυτα δενδρύλλια (S. junceum και C. sempervirens). Οι χειρισμοί που έγιναν με έλλειψη άρδευσης απέδειξαν ότι το S. junceum είχε το υψηλότερο ποσοστό επιβίωσης (85%) ακολουθούμενο από το C. sempervirens (73,7%), C. siliquastrum (51,7%), ενώ το χαμηλότερο ποσοστό επιβίωσης είχε το F. ornus (45 %) μετά από 10 μήνες από την στιγμή της μεταφύτευσης. Στους χειρισμούς που έγιναν με ελεγχόμενη άρδευση (μάρτυρας), χαμηλότερο ποσοστό επιβίωσης καταγράφηκε πάλι στα δενδρύλλια του F. ornus (75% ), ενώ τα άλλα τρία είδη είχαν υψηλότερο ποσοστό επιβίωσης που κυμάνθηκε από 90 έως 93,3%. Για την επιβίωση και την αρχική εγκατάσταση των δενδρυλλίων που μελετήθηκαν σε συνθήκες πεδίου τα γυμνόριζα δενδρύλλια των C. siliquastrum και F. ornus παρουσίασαν μεγαλύτερη καταπόνηση στο υδατικό στρές μετά τη μεταφύτευση τους και μεγαλύτερα ποσοστά θνησιμότητας στο πεδίο, από τα βωλόφυτα δενδρύλλια των ειδών S. junceum και C. sempervirens. Αυτό οφείλεται στις καταπονήσεις των γυμνόριζων δενδρυλλίων κατά τη διάρκεια της εξαγωγής, μεταφοράς και φύτευσης τους, καθώς επίσης και στις ακραίες καιρικές συνθήκες, τις κακές εδαφικές συνθήκες και την ηλικία των δενδρυλλίων Η μορφολογία του βλαστού και της ρίζας, η κατανομή της βιομάζας και η αρχιτεκτονική της πρώτης τάξης των πλαγίων ριζών των γυμνόριζων δενδρυλλίων δεν επηρεάστηκαν από την ξηρασία, ενώ στην περίπτωση των βωλόφυτων δενδρυλλίων υπήρξε επίδραση 10 μήνες μετά την μεταφύτευση τους στο πεδίο. Τη μείωση από το αρχικό ύψος λόγω βλαστικού μαρασμού ακολούθησε η έκπτυξη νέων βλαστών, φύλλων ή η ανάπτυξη βελόνων στο κάτω μέρος των βλαστών. Αυτό μπορεί να αποτελεί προσαρμοστικό μηχανισμό για την ελαχιστοποίηση της υπερβολικής διαπνοής στα πρώτα στάδια εγκατάστασης των μεταφυτευμένων ειδών. Επιπλέον, η μεγαλύτερη αύξηση της διαμέτρου έναντι του ύψους των δενδρυλλίων όλων των ειδών, θα μπορούσε επίσης να είναι ένας μηχανισμός για την προσαρμογή κατά τις περιόδους ξηρασίας .Ο αριθμός των πλαγίων ριζών πρώτης τάξης αυξήθηκε από τον αρχικό αριθμό σε όλα τα γυμνόριζα και τα καλλιεργούμενα σε δοχεία δενδρύλλια μετά τη μεταφύτευση. Γενικά τα δενδρύλλια με ελεγχόμενη άρδευση (μάρτυρας) είχαν σημαντικά μεγαλύτερο αριθμό πλαγίων ριζών πρώτης τάξης από αυτά που δεν ποτίστηκαν καθόλου. Ο αριθμός των πλαγίων ριζών πρώτης τάξης συσχετίστηκε με την ανάπτυξη, δηλαδή μεγαλύτερος αριθμός πλαγίων ριζών πρώτης τάξης, καλύτερη ανάπτυξη και επιβίωση στο πεδίο.Το μέσο μήκος των πλαγίων ριζών πρώτης τάξης όλων των βωλόφυτων δενδρυλλίων των ειδών S. junceum και C. sempervirens βρέθηκε παρόμοιο στους δυο χειρισμούς λόγω του ανέπαφου ριζικού τους συστήματος, ενώ παρουσίασε σημαντική διακύμανση στα γυμνόριζα δενδρύλλια των C. siliquastrum και F. οrnus. Στο C. siliquastrum το μέσο μήκος των πλαγίων ριζών πρώτης τάξης διέφερε σημαντικά μετά από 8 μήνες, αλλά μετά από 10 μήνες, το μήκος των πλαγίων ριζών πρώτης τάξης αυξήθηκε 30,28% στα δενδρύλλια που δεν ποτίστηκαν καθόλου και 11,55 % στα δενδρύλλια που υπέστησαν ελεγχόμενη άρδευση, γεγονός που θα μπορούσε να ερμηνευτεί ως προσαρμοστικός μηχανισμός των καταπονημένων δενδρυλλίων για την εγκατάσταση τους σε συνθήκες ξηρασίας. Το μέσο μήκος των πλαγίων ριζών πρώτης τάξης του F. ornus δεν διέφερε αρχικά, αλλά διέφερε μετά από 10 μήνες μεταξύ των δύο υδατικών καταστάσεων. Παρατηρήσαμε ότι ο σχηματισμός των πλαγίων ριζών πρώτης τάξης που προήλθαν μετά τη ριζοκοπή της κεντρικής ρίζας του F. οrnus, ήταν πολύ αργός. Αυτό μπορεί να ερμηνευθεί από τα αποτελέσματα του ότι τα δενδρύλλια του F.οrnus που έχουν υποστεί ριζοκοπή, μπορεί να χρειαστούν περισσότερο χρόνο για να προσαρμοστούν σε ξηρές τοποθεσίες από τα δενδρύλλια του C. siliquastrum σε αντίστοιχες συνθήκες.Η μέση διάμετρος των πλαγίων ριζών πρώτης τάξης των γυμνόριζων και των βωλοφύτων δενδρυλλίων μειώθηκε από τους 8 μήνες στους 10 μήνες και στις δύο περιπτώσεις υδατικού καθεστώτος στις συνθήκες πεδίου. Η αύξηση του μήκους των πλαγίων ριζών πρώτης τάξης σε βάρος των διαμέτρων τους, ιδίως για τα δενδρύλλια που υπέστησαν υδατικό στρές μπορεί να είναι ένας από τους προσαρμοστικούς μηχανισμούς αυτών των δενδρυλλίων στις ξηρές περιοχές της Μεσογείου.Το σχετικό υδατικό περιεχόμενο (RWC) των φύλλων και βελονών βρέθηκε υψηλότερο στα δενδρύλλια με ελεγχόμενη άρδευση από ό, τι στα στρεσαρισμένα, σε όλα τα είδη. Η περιεκτικότητα σε υγρασία του εδάφους μεταβαλλόταν λόγω σποραδικών βροχοπτώσεων και διακυμάνσεων της θερμοκρασίας. Η περιεχόμενη υγρασία εδάφους ήταν 18,81 ± 0,44 % στις καλά ποτιζόμενες δοκιμαστικές επιφάνειες και 5,56 ± 0,08 % στις δοκιμαστικές επιφάνειες χωρίς άρδευση κατά τη διάρκεια διεξαγωγής του πειράματος. Προκειμένου να μειωθεί το ποσοστό θνησιμότητας και να έχουμε μια επιτυχημένη εγκατάσταση των γυμνόριζων δενδρυλλίων τα οποία έχουν υποστεί και ριζοκοπή, συνιστάται η άρδευση στο πρώτο έτος κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών μηνών.


2013 ◽  
Vol 33 (13) ◽  
pp. 3889-3897 ◽  
Author(s):  
缪宁 MIAO Ning ◽  
刘世荣 LIU Shirong ◽  
史作民 SHI Zuomin ◽  
马姜明 MA Jiangming ◽  
王晖 WANG Hui

2021 ◽  
Vol 16 (4) ◽  
pp. 290-302
Author(s):  
Dmytrash-Vatseba I.I. ◽  
Shumska N.V. ◽  
Gniezdilova V.I.

The paper contains a synopsis of rare component of flora of Halych National Nature Park forest ecosystems, as well as evaluation of distribution trends of rare vascular plant species and the state of their populations. Being established in 2004, the Park is located in Halych district of Ivano-Frankivsk region on the area of 14684.8 ha. Forests occupy the biggest part of its territory (81.1 %), among which predominate poor and mixed oak (Querceta roboris), beech (Fageta sylvaticae) and hornbeam (Carpineta betuli) woods. Inventory check of plant cover of the forest ecosystems has been done between 2008-2019 years. According to the results of our study, within the forests and forest margins grow 303 vascular plant species, out of which 63 are rare (20.8 %). The list of rare species is composed of species included to the Red Data Book of Ukraine, of species protected by international conventions and directives and complemented by species that are threatened within the study region. Species were considered as threatened if the number of localities and / or population size were small. Regionally rare species were selected based on the analyzes of results of our field survey and materials of herbarium collections. We have found that the third part of rare species (33.3 %) has high coenotic amplitude and a bit less species (26.2 %) favor forest margins. Rare species having low coenotic amplitude are confined to beech woods (19.1 %). Rare species are considerably distinguished by occurrence. Species with scarce occurrence predominate. For instance, 61 % of the species were found in 1-5 localities, of which 25 species occur only in one or two sites. Share of species growing in 6-10 localities within the Park is equal to 26.6 %. Only a small percentage (6.2 %) of rare species comprises species with relatively frequent occurrence (11–20 localities as well as more than 20 cites). Rare species of the Park forests with the highest occurrence rate are Lilium martagon and some members of Orchidaceae family. Predominantly, rare species have populations of small size, for instance, 81.2 % of the species were found in quantities of a few plants – several hundreds of individuals. The most threatened are species general number of which at the Park area is several plants (15.6 %). These species are as follows: Circaea alpina, Atropa bella-donna, Campanula latifolia, Phyteuma spicatum, Epipactis atrorubens etc. The biggest groups comprise species with general number of few tens and several hundreds of individuals (totally 65.6 %). Species with big populations represent far smaller part of forest rare species. Nine rare species grow in the number of several thousands of plants within the Park and three species (Allium ursinum, Galanthus nivalis and Leucojum vernum) – over a million. It has been established that 52.4 % of rare species populations taken together remain in critically bad state, 28.6 % of the populations – in bad state, 14.3 % – in satisfactory state. Only 4.8 % of populations are in good state. Our results show that about 95 % of species are in need of protection and continuous monitoring of population number. Furthermore, 51 species of rare plants,having low number and bad state of populations, require to work out and implement management plans for their restoration. Key words: rare species, vascular plants, population state, species occurrence, population number


2003 ◽  
Vol 27 (2) ◽  
pp. 83-91 ◽  
Author(s):  
Ian A. Munn ◽  
W. Rhett Rogers

Abstract All timberland investment management organizations (TIMOs) and industrial landowners in Mississippi were surveyed during 1998 and 1999 to determine their annual forest management practices and related expenditures. The response rate was 65%, and respondents accounted for approximately 90% of the timberland owned by these two landowner groups. For analysis purposes, industrial landowners were separated into two categories: large (>10,000 ac) and small (<10,000 ac). Pine plantations represented 66% of TIMOs' timberland base compared to 55% for large industrial landowners and less than 50% for small industrial landowners. Over the 2 yr study period, TIMOs and large industrial landowners invested heavily in site preparation and planting as well as midrotation chemical release and fertilization. In contrast, small industrial landowners relied on natural regeneration to a much greater extent and conducted few, if any, midrotation treatments. As a group, TIMOs and industrial landowners spent approximately $20/ac annually on their Mississippi timberlands. Overhead represented slightly over 40% of this total, with silvicultural treatments accounting for the remainder. Property taxes represented the largest overhead expense. In total, these landowners spent $67 million in 1998 and $54 million in 1999 to maintain and manage their Mississippi timberlands. South. J. Appl. For. 27(2):83–91.


Author(s):  
David Lindenmayer ◽  
David Blair ◽  
Lachlan McBurney ◽  
Sam Banks

Mountain Ash draws together exciting new findings on the effects of fire and on post-fire ecological dynamics following the 2009 wildfires in the Mountain Ash forests of the Central Highlands of Victoria. The book integrates data on forests, carbon, fire dynamics and other factors, building on 6 years of high-quality, multi-faceted research coupled with 25 years of pre-fire insights. Topics include: the unexpected effects of fires of varying severity on populations of large old trees and their implications for the dynamics of forest ecosystems; relationships between forest structure, condition and age and their impacts on fire severity; relationships between logging and fire severity; the unexpectedly low level of carbon stock losses from burned forests, including those burned at very high severity; impacts of fire at the site and landscape levels on arboreal marsupials; persistence of small mammals and birds on burned sites, including areas subject to high-severity fire, and its implications for understanding how species in this group exhibit post-fire recovery patterns. With spectacular images of the post-fire environment, Mountain Ash will be an important reference for scientists and students with interests in biodiversity, forests and fire.


Sign in / Sign up

Export Citation Format

Share Document