degraded forest ecosystems
Recently Published Documents


TOTAL DOCUMENTS

10
(FIVE YEARS 1)

H-INDEX

3
(FIVE YEARS 0)

2020 ◽  
Author(s):  
R. A. Ramos Veintimilla ◽  
O. Murillo Gamboa ◽  
L. A. Gallo

La ESPOCH en 2 016 inició un programa de mejoramiento genético con Juglans neotropica Diels, con el objetivo de potencializar su uso comercial y restaurar ecosistemas forestales degradados en la sierra ecuatoriana. En febrero de 2 018, en la granja Tunshi - ESPOCH, con una temperatura media anual de 13,8 ∘C, precipitación media anual de 835,6 mm, altitud de 2 700 msnm y en estepa espinosa Montano Bajo (Holdrige 1993). Se estableció un ensayo genético con 38 familias de medios hermanos, provenientes de las procedencias Chimborazo, Tungurahua, Bolívar y Otras. En un diseño de bloques incompletos al azar, con 19 repeticiones; la unidad experimental fue una planta. Se evaluó la supervivencia, altura total (cm), diámetro del fuste a 5 cm del suelo, y presencia temprana de ramas; Los datos fueron analizados en SELEGEN, para obtener los parámetros genéticos. A los 10 meses de evaluación, la heredabilidad individual y familiar son aún bajos, pero significativos en las variables de crecimiento (procedencias > 0,38 para altura total y > 0,31 para DAC). la variación genética entre familias duplica a la variación genética entre procedencias (2,29 a 1,15, respectivamente). El ranking entre procedencias en las variables evaluadas, encabeza la procedencia Chimborazo, mientras que la procedencia Tungurahua ocupa casi siempre los últimos lugares. La colección base de mejoramiento de J. neotropica, plantada en la ESPOCH presenta una amplia variabilidad genética. La táctica de reunir al menos 10 familias por procedencia y por lo menos 3 procedencias, ha mostrado eficiencia para contar con una población base de calidad y plantar una fuente semillera genéticamente fuerte para esta especie importante. In 2 016 ESPOCH started a breeding program with Juglans neotropica Diels, with the intent of developing its commercial use and restoring degraded forest ecosystems in the Ecuadorian highlands. In February 2 018, in the farm Tunshi ESPOCH with an average temperature of 13.8 ∘ C, annual rainfall of 835.6 mm, altitude of 2700 m. one progeny test comprised 38 sib families, sourced from Chimborazo, Tungurahua, Bolivar and other sources. In a design of randomized incomplete blocks, with 19 repetitions; The experiment evaluated plant survival, overall height (cm), stem diameter 5 cm of soil, and early presence of side branches; Genetic parameters were obtained in SELEGEN. At 10 months of evaluation, heritability individual and family are still low, but significant in the variables of growth analyzed (provenances> 0.38 for total height and> 0.31 for DAC). Genetic variation between families duplicates genetic variation among provenances (2.29 to 1.15). The ranking among provenances in all variables is lead by Chimborazo (CH) plants, while the Tungurahua (TUN) almost always origin occupies the last places in growth and vigor. The genetic improvement base collection of J. neotropica planted by ESPOCH is extremely rich and with a wide genetic variability. The strategy of bringing together at least 10 families per provenance and no less than 3 sources, has proved efficient to capture a base population. Palabras claves: Juglans neotropica Diels, procedencias, ensayo de progenies, Mejoramiento Genético. Keywords: Juglans neotropica Diels, provenance, progeny test, Breeding.


2018 ◽  
Vol 38 (24) ◽  
Author(s):  
徐欢 XU Huan ◽  
李美丽 LI Meili ◽  
梁海斌 LIANG Haibin ◽  
李宗善 LI Zongshan ◽  
伍星 WU Xing

2015 ◽  
Vol 10 (3) ◽  
pp. 957-966 ◽  
Author(s):  
Kiran Bargali ◽  
Nidhi Maurya ◽  
S. S Bargali

In this study, we examined the effect of a nitrogen-fixing shrub Coriaria nepalensis Wall on herb species composition, diversity and biomass. The effect was measured in terms of species richness, diversity and biomass of herb species in three sites varying in Coriaria density viz. site 1 (low Coriaria density; 20 ha-1), site-2 (medium Coriaria density; 120 ha-1) and site-3 (high Coriaria density 190 ha-1). Species richness was minimum at Site-1 (16 species), and maximum at site-2 (27 species). G. aparine dominated site-1 and Arthraxon sp dominated site-2 and 3. The individual herb density ranged between 0.40 - 42.40 m-2, and total herb density ranged between 138- 170.4 m-2 and was maximum at site-2. Value for species richness (27) and Shannon Index (3.72) was highest for medium Coriaria density site and lowest for low Coriaria density site. Simpson Index ranged between 0.11 and 0.14 and was lowest for site-2(medium Coriaria density) indicating that at this the dominance was shared by many species. Along the gradient of Coriaria density, maximum biomass was recorded at site-3 with highest Coriaria density and lowest at site-2 with medium Coriaria density. This may be due to the symbiotic nitrogen fixing ability of Coriaria that improve the habitat quality. The facilitative effect of C. nepalensis in terms of soil amelioration and herb growth can be used to regenerate degraded forest ecosystems.


2014 ◽  
Author(s):  
Rahman Md Shoaibur

Το πείραμα διεξήχθη για να μελετηθεί η επίδραση της ξηρασίας στη μορφολογία των δενδρυλλίων, στην κατανομή της βιομάζας, στην αρχιτεκτονική των πλαγίων ριζών πρώτης τάξης και στην επιβίωση στο πεδίο στα πρώτα στάδια της μεταφύτευσης. Τέσσερα μεσογειακά είδη επιλέχθηκαν να μελετηθούν ως προς τα προαναφερθέντα στοιχεία: δύο είδη μεταφυτεύτηκαν ως γυμνόριζα με ριζοκοπή τα Cercis siliquastrum και Fraxinus ornus (3 ετών) και τα άλλα δύο είδη μεταφυτεύτηκαν ως βωλόφυτα, τα Spartium junceum και Cupressus sempervirens (2 ετών). Η μελέτη διεξήχθη στο Arboretum του Εργαστηρίου Δασοκομίας του ΑΠΘ, κοντά στο χωριό Περιστερά το οποίο ανήκει στο Δήμο Βασιλικών Θεσσαλονίκης (γεωγραφικό μήκος 23º04'58"Ε και γεωγραφικό πλάτος 40º30'27"Β), κατά τη διάρκεια της περιόδου 2011-2012. Το κλίμα της περιοχής μελέτης είναι χαρακτηριστικό των μεσογειακών περιοχών με ζεστό και ξηρό καλοκαίρι και δροσερό χειμώνα. Τα δενδρύλλια μεταφέρθηκαν από το φυτώριο στο πεδίο το Νοέμβριο του 2011. Συνολικά 120 δενδρύλλια ανά είδος, ίδιας ηλικίας και παρομοίου μεγέθους μεταφυτεύτηκαν στο πεδίο. Μετά την εγκατάσταση, στα μισά δενδρύλλια εφαρμόστηκε ελεγχόμενη άρδευση, ενώ τα υπόλοιπα δεν έλαβαν καμία άλλη άρδευση εκτός από τις φυσικές βροχοπτώσεις (υδατικό στρές). Το πειραματικό σχέδιο ήταν πλήρως τοχαιοποιημένο. Η συλλογή δειγμάτων δενδρυλλίων πραγματοποιήθηκε σε τρείς περιόδους, με εκσκαφή μετά από 6, 8 και 10 μήνες από την στιγμή της μεταφύτευσης. Σε κάθε περίοδο, 12 δενδρύλλια συλλέχθηκαν τυχαία (4 δενδρύλλια × 3 επαναλήψεις) ανά χειρισμό και ανά είδος για την ανάλυση του ριζικού και βλαστικού συστήματος.Η έρευνα έδειξε ότι στα δενδρύλλια που εφαρμόστηκε το υδατικό στρες, η επιβίωση των γυμνόριζων των C. siliquastrum και F. ornus επηρεάστηκε σοβαρά από την ξηρασία εν συγκρίσει με τα βωλόφυτα δενδρύλλια (S. junceum και C. sempervirens). Οι χειρισμοί που έγιναν με έλλειψη άρδευσης απέδειξαν ότι το S. junceum είχε το υψηλότερο ποσοστό επιβίωσης (85%) ακολουθούμενο από το C. sempervirens (73,7%), C. siliquastrum (51,7%), ενώ το χαμηλότερο ποσοστό επιβίωσης είχε το F. ornus (45 %) μετά από 10 μήνες από την στιγμή της μεταφύτευσης. Στους χειρισμούς που έγιναν με ελεγχόμενη άρδευση (μάρτυρας), χαμηλότερο ποσοστό επιβίωσης καταγράφηκε πάλι στα δενδρύλλια του F. ornus (75% ), ενώ τα άλλα τρία είδη είχαν υψηλότερο ποσοστό επιβίωσης που κυμάνθηκε από 90 έως 93,3%. Για την επιβίωση και την αρχική εγκατάσταση των δενδρυλλίων που μελετήθηκαν σε συνθήκες πεδίου τα γυμνόριζα δενδρύλλια των C. siliquastrum και F. ornus παρουσίασαν μεγαλύτερη καταπόνηση στο υδατικό στρές μετά τη μεταφύτευση τους και μεγαλύτερα ποσοστά θνησιμότητας στο πεδίο, από τα βωλόφυτα δενδρύλλια των ειδών S. junceum και C. sempervirens. Αυτό οφείλεται στις καταπονήσεις των γυμνόριζων δενδρυλλίων κατά τη διάρκεια της εξαγωγής, μεταφοράς και φύτευσης τους, καθώς επίσης και στις ακραίες καιρικές συνθήκες, τις κακές εδαφικές συνθήκες και την ηλικία των δενδρυλλίων Η μορφολογία του βλαστού και της ρίζας, η κατανομή της βιομάζας και η αρχιτεκτονική της πρώτης τάξης των πλαγίων ριζών των γυμνόριζων δενδρυλλίων δεν επηρεάστηκαν από την ξηρασία, ενώ στην περίπτωση των βωλόφυτων δενδρυλλίων υπήρξε επίδραση 10 μήνες μετά την μεταφύτευση τους στο πεδίο. Τη μείωση από το αρχικό ύψος λόγω βλαστικού μαρασμού ακολούθησε η έκπτυξη νέων βλαστών, φύλλων ή η ανάπτυξη βελόνων στο κάτω μέρος των βλαστών. Αυτό μπορεί να αποτελεί προσαρμοστικό μηχανισμό για την ελαχιστοποίηση της υπερβολικής διαπνοής στα πρώτα στάδια εγκατάστασης των μεταφυτευμένων ειδών. Επιπλέον, η μεγαλύτερη αύξηση της διαμέτρου έναντι του ύψους των δενδρυλλίων όλων των ειδών, θα μπορούσε επίσης να είναι ένας μηχανισμός για την προσαρμογή κατά τις περιόδους ξηρασίας .Ο αριθμός των πλαγίων ριζών πρώτης τάξης αυξήθηκε από τον αρχικό αριθμό σε όλα τα γυμνόριζα και τα καλλιεργούμενα σε δοχεία δενδρύλλια μετά τη μεταφύτευση. Γενικά τα δενδρύλλια με ελεγχόμενη άρδευση (μάρτυρας) είχαν σημαντικά μεγαλύτερο αριθμό πλαγίων ριζών πρώτης τάξης από αυτά που δεν ποτίστηκαν καθόλου. Ο αριθμός των πλαγίων ριζών πρώτης τάξης συσχετίστηκε με την ανάπτυξη, δηλαδή μεγαλύτερος αριθμός πλαγίων ριζών πρώτης τάξης, καλύτερη ανάπτυξη και επιβίωση στο πεδίο.Το μέσο μήκος των πλαγίων ριζών πρώτης τάξης όλων των βωλόφυτων δενδρυλλίων των ειδών S. junceum και C. sempervirens βρέθηκε παρόμοιο στους δυο χειρισμούς λόγω του ανέπαφου ριζικού τους συστήματος, ενώ παρουσίασε σημαντική διακύμανση στα γυμνόριζα δενδρύλλια των C. siliquastrum και F. οrnus. Στο C. siliquastrum το μέσο μήκος των πλαγίων ριζών πρώτης τάξης διέφερε σημαντικά μετά από 8 μήνες, αλλά μετά από 10 μήνες, το μήκος των πλαγίων ριζών πρώτης τάξης αυξήθηκε 30,28% στα δενδρύλλια που δεν ποτίστηκαν καθόλου και 11,55 % στα δενδρύλλια που υπέστησαν ελεγχόμενη άρδευση, γεγονός που θα μπορούσε να ερμηνευτεί ως προσαρμοστικός μηχανισμός των καταπονημένων δενδρυλλίων για την εγκατάσταση τους σε συνθήκες ξηρασίας. Το μέσο μήκος των πλαγίων ριζών πρώτης τάξης του F. ornus δεν διέφερε αρχικά, αλλά διέφερε μετά από 10 μήνες μεταξύ των δύο υδατικών καταστάσεων. Παρατηρήσαμε ότι ο σχηματισμός των πλαγίων ριζών πρώτης τάξης που προήλθαν μετά τη ριζοκοπή της κεντρικής ρίζας του F. οrnus, ήταν πολύ αργός. Αυτό μπορεί να ερμηνευθεί από τα αποτελέσματα του ότι τα δενδρύλλια του F.οrnus που έχουν υποστεί ριζοκοπή, μπορεί να χρειαστούν περισσότερο χρόνο για να προσαρμοστούν σε ξηρές τοποθεσίες από τα δενδρύλλια του C. siliquastrum σε αντίστοιχες συνθήκες.Η μέση διάμετρος των πλαγίων ριζών πρώτης τάξης των γυμνόριζων και των βωλοφύτων δενδρυλλίων μειώθηκε από τους 8 μήνες στους 10 μήνες και στις δύο περιπτώσεις υδατικού καθεστώτος στις συνθήκες πεδίου. Η αύξηση του μήκους των πλαγίων ριζών πρώτης τάξης σε βάρος των διαμέτρων τους, ιδίως για τα δενδρύλλια που υπέστησαν υδατικό στρές μπορεί να είναι ένας από τους προσαρμοστικούς μηχανισμούς αυτών των δενδρυλλίων στις ξηρές περιοχές της Μεσογείου.Το σχετικό υδατικό περιεχόμενο (RWC) των φύλλων και βελονών βρέθηκε υψηλότερο στα δενδρύλλια με ελεγχόμενη άρδευση από ό, τι στα στρεσαρισμένα, σε όλα τα είδη. Η περιεκτικότητα σε υγρασία του εδάφους μεταβαλλόταν λόγω σποραδικών βροχοπτώσεων και διακυμάνσεων της θερμοκρασίας. Η περιεχόμενη υγρασία εδάφους ήταν 18,81 ± 0,44 % στις καλά ποτιζόμενες δοκιμαστικές επιφάνειες και 5,56 ± 0,08 % στις δοκιμαστικές επιφάνειες χωρίς άρδευση κατά τη διάρκεια διεξαγωγής του πειράματος. Προκειμένου να μειωθεί το ποσοστό θνησιμότητας και να έχουμε μια επιτυχημένη εγκατάσταση των γυμνόριζων δενδρυλλίων τα οποία έχουν υποστεί και ριζοκοπή, συνιστάται η άρδευση στο πρώτο έτος κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών μηνών.


2013 ◽  
Vol 33 (13) ◽  
pp. 3889-3897 ◽  
Author(s):  
缪宁 MIAO Ning ◽  
刘世荣 LIU Shirong ◽  
史作民 SHI Zuomin ◽  
马姜明 MA Jiangming ◽  
王晖 WANG Hui

IAWA Journal ◽  
2012 ◽  
Vol 33 (1) ◽  
pp. 39-49 ◽  
Author(s):  
Stergios Adamopoulos ◽  
Rupert Wimmer ◽  
Elias Milios

Brutia pine (Pinus brutia Ten.) reforestations have been successfully used for decades in restoration of degraded forest ecosystems in Greece. The future purpose of these reforestations might expand to include wood utilisation. This study provides information on tracheid length of juvenile brutia pine aged 14–22 years grown on good and medium sites in Northeastern Greece. In addition, relationships among ring width, latewood proportion, wood density, and tracheid length were evaluated by using Causal Correlation Analysis. Similar mean tracheid length values were found for good and medium sites. Radial variability of tracheid length was similar on the good and medium sites, showing the typical increase in the juvenile phase. On both site types, latewood proportion showed a strong and positive relationship with wood density. Unexpectedly and only on the good sites, a significant positive relationship was found between ring width and wood density. On the medium sites, tracheid length was negatively related to fast growth and positively to high wood density. Tracheid length on the good sites was correlated only with latewood proportion with a weak positive relationship. The overall results may provide opportunities to better understand the quality of small-dimension timber of brutia pine and to better utilise it.


1999 ◽  
Vol 64 ◽  
Author(s):  
T. Zagas ◽  
T. Tsitsoni ◽  
P. Gkanatsas

Greek  Forestry relies basically on the principle of sustainability. Recently, this  term, eventhough    it is very old, has acquired a special interest as it redefines the  relation between man and    nature. Greek silviculturists adopted this principle many years ago, in the  form of providing    perpetually equal wood volumes, annually or periodically as well as other  social benefits.    Keep in mind, that the priorities and perspectives of silviculture as  discipline in Greece are the    following: The contribution to the protection of greek forests by applying  the most appropriate    silvicultural treatments as well as the rehabilitation of degraded forest  ecosystems (conversion    of coppices, cover of bare lands etc.), the maintenance of the existing  mixed forests and the    transformation of the pure conifer forests into mixed ones as well as the  improvement of structure of the high forests, the use of natural regeneration in the future in the same way it was    used so far, the prohibition of clear-cuttings in all forests and the use  of low impact management    methods, the application of selective harvesting and the keeping of  individual old trees until    their biological death, the protection of rare species and the creation of  a network of special    protected areas.


1996 ◽  
Vol 61 ◽  
Author(s):  
A. T.H. Hatzistathis ◽  
T. H. Zagas

Since  last century, silviculture in Greece has been based on the knowledge and  experience of the silviculturally developed countries, mainly those of  Central Europe. This knowledge was adapted to the Greek conditions with  satisfactory results. The Laboratory of Silviculture which belongs to the  Department of Forestry and Natural Environment pays attention to the existing  silvicultural problems of Greece and other countries and records them. With  proper evaluation of these problems in the framework of the present education  programme, our Laboratory tries to educate the students of the Department and  consult the Forest Engineers. Special attention is paid to the following  subjects:     - The multiple role of natural forest (with priority to their ecological  role).     - The rehabilitation of the degraded forest ecosystems (avoidance of the  danger of desertification).    - The landscape exology according to the contemporary needs.    - The protection of the forests and their regeneration mainly after  destruction.    - The systematic cultivation of forests and especially of plantations,  aiming mainly to safeguard their resistance against various dangers.


Sign in / Sign up

Export Citation Format

Share Document