Σκοπός: Η αρτηριακή σκληρία αποτελεί έναν ανεξάρτητο παράγοντα καρδιαγγειακού κινδύνου. Οι στατίνες πέρα από την υπολιπιδαιμική δράση εμφανίζουν πολλαπλές ευεργετικές πλειοτροπικές επιδράσεις στο καρδιαγγειακό σύστημα ενώ υπάρχουν δεδομένα ότι θα μπορούσαν να βελτιώσουν και την αρτηριακή σκληρία άμεσα. Σκοπός της παρούσης μελέτης ήταν η εκτίμηση της επίδρασης στατινών στην 24ωρη διακύμανση της αρτηριακής σκληρίας και της κεντρικής αορτικής πίεσης ασθενών με μεμονωμένη δυσλιπιδαιμία χωρίς συνοδά καρδιαγγειακά νοσήματα που δεν ελάμβαναν κάποια επιπλέον αγωγή.Μέθοδος: Πενήντα δύο αρχικά ασθενείς, τυχαιοποιήθηκαν, ώστε να λάβουν για 6 μήνες είτε μιας ισχυρής δράσης (ροσουβαστατίνη 10 mg) είτε μιας ήπιας δράσης στατίνη (σιμβαστατίνη 20mg) ,με σκοπό την επίτευξη του στόχου LDL-C <115 mg/dl. Εάν ένας ασθενής ,ανεξαρτήτως ομάδας, δε μπορούσε να επιτύχει τον στόχο της LDL-C στο τέλος του 1ου μήνα παρακολούθησης, αποκλειόταν από τη μελέτη. Από το σύνολο των 52 ασθενών, 44 ασθενείς, 22 σε κάθε ομάδα, πέτυχαν τον στόχο της LDL-C στο τέλος του 1ου μήνα και συνέχισαν στη μελέτη. Οι ασθενείς αυτοί εκτιμήθηκαν πριν και μετά την αγωγή ως προς τις παραμέτρους αρτηριακής σκληρίας: κεντρική αορτική πίεση (cBP), κεντρικό αυξητικό δείκτη (ΑIx) και ταχύτητα σφυγμικού κύματος (PWV). Η 24ωρη αρτηριακή σκληρία αξιολογήθηκε με τη βοήθεια της συσκευής Mobil-O-Graph 24h PWA Monitor. Παράλληλα πραγματοποιήθηκε συσχέτιση των παραμέτρων της αρτηριακής σκληρίας της επίσκεψη διαλογής και των δύο ομάδων ως προς τις δύο μεθόδους που χρησιμοποιήθηκαν (24ωρη καταγραφή με Mobil-O-Graph 24h PWA Monitor και με την συσκευή Sphygmocor) με συντελεστή συσχέτισης «spearman’s rho».Αποτελέσματα: Οι δυο ομάδες, παρουσίαζαν παρόμοια κατανομή ως προς τις βασικές παραμέτρους: ηλικία, φύλο, κάπνισμα, ΒΜΙ, ιστορικό υποθυρεοειδισμού αλλά και στη πλειονότητα των άλλων μετρήσεων. Παρατηρήθηκε ωστόσο μια διαφοροποίηση ως προς τα επίπεδα της LDL-C (με p <0.015) και της κεντρικής συστολικής πίεσης (με p <0.020) κατά την έναρξη της μελέτης, η οποία για την περίπτωση της LDL-C εξαλείφθηκε στους 6 μήνες ενώ για την περίπτωση της κεντρικής συστολικής πίεσης παρέμεινε σταθερή. Δεν διαπιστώθηκε, παρά την επιβεβαιωμένη επίτευξη του στόχου της LDL-C σε όλους τους ασθενείς, στατιστικώς σημαντική διαφοροποίηση σε κάποια από τις παραμέτρους της αρτηριακής σκληρίας, σε καμία από τις δύο ομάδες.Όπως ήταν αναμενόμενο, η μείωση της ολικής χοληστερόλης και της LDL-C, ήταν ιδιαίτερα εμφανείς και στις δύο ομάδες. Σε μικρότερο βαθμό και στις δύο ομάδες σημειώθηκε μείωση των τριγλυκεριδίων ενώ σχετικά με την HDL-C, οι τιμές αυξήθηκαν αλλά σε επίπεδα στατιστικώς μη σημαντικά. Επιπροσθέτως, στην ομάδα της ροσουβαστατίνης σημειώθηκε μείωση του ουρικού οξέος η οποία απουσίαζε στην ομάδα της σιμβαστατίνης. Είναι αξιοσημείωτο ότι οι δύο μέθοδοι, Mobil-O-Graph 24h PWA Monitor και Sphygmocor, εμφάνισαν ισχυρή συσχέτιση και στις δύο ομάδες (p<0.001) στις βασικές μετρήσεις για τη σκληριά που πραγματοποιήθηκαν στην επίσκεψη διαλογής: ταχύτητα σφυγμικού (PWV), κεντρικό αυξητικό δείκτη (Aix75), κεντρική συστολική, διαστολική πίεση και πίεση παλμού (cPP, cSBP και cDBP ). Ωστόσο , η συσχέτιση ήταν ασθενής δεδομένου ότι για όλες τις παραμέτρους της σκληρίας οι συντελεστές συσχέτισης ήταν χαμηλοί (R2 Linear <0.5).Συμπεράσματα: Σε ασθενείς χαμηλού καρδιαγγειακού κινδύνου με φυσιολογικές παραμέτρους αρτηριακής σκληρίας, η χορήγηση στατινών δεν ελαττώνει τη σκληρία και ως εκ τούτου θα πρέπει να πραγματοποιείται λόγω της υπολιπιδαιμικής δράσης τους και όχι για τα πλειοτροπικά χαρακτηριστικά τους τα οποία βέβαια, καλό είναι να λαμβάνονται υπόψη σε εξατομικευμένο επίπεδο.